Προτού αποφασίσουμε το τι χρειάζεται να κάνουμε από κοινού για να αλλάξουμε τα πράγματα στην Ελλάδα, είναι σημαντικό στο να καταλήξουμε σε συμπεράσματα πάνω στο τι δεν δούλεψε μέχρι σήμερα στην πολιτική ζωή του τόπου.

Δεν είναι οι διαφορετικές προτάσεις που απουσιάζουν από το δημόσιο διάλογο, όσο συνετές ή εξωφρενικές μπορεί να τις βρίσκει κανείς ανάλογα με την ιδεολογική του τοποθέτηση.  Δεν είναι οι υποσχέσεις που η εφαρμογή τους σπανίζει.  Σίγουρα δεν είναι οι προθέσεις, αν δεν συνοδεύονται από αξιοπιστία και σκληρή δουλειά.

Είναι που ο κόσμος βαρέθηκε να απαντάει σε μανιφέστα.  Είναι που μία τουλάχιστον δεκαετία κρίσης έστρεψε βίαια το ενδιαφέρον των πολιτών από τα στατιστικά στοιχεία και τις οικονομικές αναφορές, στο «τι θα γίνει με μας».

Μια ζωή που ισορροπεί σε  γενικές εορτές, αργίες, εντυπωσιασμούς ή εγκαίνια, προσφέρεται ως ανταμοιβή σε ένα λαό που σταματάει να ξοδεύει στα μέσα του μήνα επειδή έχει τελειώσει ο μισθός.  Αλλά που πείθεται, παρόλα αυτά, να συνεχίσει να ξοδεύεται σε εκλογικές διαδικασίες στις οποίες οι τυφλές ψήφοι, οι οπαδικές τακτικές και το κυνήγι για αυτοδυναμία διαφημίζονται κεντρικά ως η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση.

Αυτά που απουσιάζουν, είναι τα πιο πρώιμα στάδια της διεργασίας που καλλιεργούν την αλλαγή.  Απουσιάζουν η ακρόαση, η εμπιστοσύνη, η παραδοχή του τι δεν πάει καλά στη χώρα.  Λείπει η συναίνεση και η υπευθυνότητα ως βασικοί πυλώνες βιωσιμότητας οποιουδήποτε μελλοντικού εγχειρήματος.  Το πρώτο βήμα για την αλλαγή επομένως, βρίσκεται συνειδητά μέσα μας και  ανάμεσά μας.

Στα πολλαπλά πένθη που βιώνουμε αυτή την χρονική στιγμή, προστίθεται άλλο ένα: έχουμε απολέσει ως λαός την ικανότητα να πιστεύουμε ότι υπάρχει ένας τέτοιος κοινός τόπος.

Κι ακόμα, το πρώτο βήμα για την αλλαγή είναι η συνειδητοποίηση ότι δεν χρειάζεται να ξεκινήσουμε  από το απλό μηδέν.  Χρειάζεται να δεσμευτούμε σε πολύ πιο σύνθετες  αποστολές. Η διαφωνία με τον διπλανό μας, η σύγκλιση, ο σεβασμός της προσωπικής διαδρομής του καθενός, το τι θα κρατήσουμε  και ποια μπαγκάζια θα επιλέξουμε  να αφήσουμε  πίσω, κι ακόμα το πώς θα γράψουμε ή  θα σβήσουμε σημεία που είναι άκαιρα και το πώς θα προσαρμόσουμε μαζί τον κοινό μας βηματισμό: αυτός είναι ο σπόρος που ονομάζεται συνεργασία.

Η συνεργασία είναι η πρώτη, αυταπόδεικτη αλλαγή που θέλουμε  να φέρουμε στον τόπο.

Η χώρα ζει πολλά χρόνια τον διχασμό, την πόλωση και την προσωποπαγή άσκηση εξουσίας που λανθασμένα εκλαμβάνεται ως ηγετική διαδρομή.

Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα δεν έχει να επιδείξει πρότυπα συνεργατικής πολιτικής λειτουργίας και συμπεριφοράς και γι’ αυτό τα αποστρέφεται.  Μπορούμε να κάνουμε δύσκολα πράγματα – μπορούμε να ξεκινήσουμε τη συνεργασία, εδώ-και-τώρα, με αυτά που έχουμε, αυτοί που είμαστε, με το υλικό που μας προσφέρεται, αυτή τη στιγμή.

Υπάρχουν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες στη ζωή και είναι επικίνδυνο να υπόσχεσαι ότι κρατάς τις απαντήσεις του σύμπαντος στα χέρια.  Κρατάμε όμως αυτό το οποίο μπορούμε απολύτως να ελέγξουμε: κρατάμε τη δέσμευση μας για δουλειά και τη συνέπεια στο ότι δεν θα σταματήσουμε να προσπαθούμε.  Και έχοντας αυτά ως οδηγό, δημιουργούμε άλλη μία προϋπόθεση για την κοινωνική αλλαγή εκτός από την προϋπόθεση της συνεργασίας.

Κρατάμε τον λόγο μας.

 

*Δέσποινα Λιμνιωτάκη – Στέλιος Φενέκος

Το κείμενο αυτό αποτέλεσε την κοινή βάση της συμφωνίας καθόδου στις εθνικές εκλογές 2023 ανάμεσα στην Φιλελεύθερη Συμμαχία και την Κοινωνία Αξιών.

Facebook Comments