Το 45% του ελληνικού δημόσιου χρέους ανήκει αυτή τη στιγμή στον EFSF και τον ESM, δηλώνει ο επικεφαλής των δύο οργανισμών, Κλάους Ρέγκλινγκ, σε συνέντευξή του στη σλοβένικη εφημερίδα «Delo» που δημοσιεύεται σήμερα.

Όπως εξηγεί, βρέθηκε στη Σλοβενία έπειτα από πρόσκληση του υπουργού Οικονομικών της χώρας έτσι ώστε να ενημερώσει τις επιτροπές του κοινοβουλίου για τον ESM και συγκεκριμένα για το ελληνικό πρόγραμμα.

Αναφερόμενος στις επικείμενες ελληνικές εκλογές, σημειώνει ότι δεν έχει μεγάλη σημασία ποια θα είναι η επόμενη κυβέρνηση αφού περισσότεροι από το 80% των βουλευτών της προηγούμενης Βουλής υποστήριξαν το πρόγραμμα. Αυτό που έχει σημασία, συνεχίζει, είναι να υπάρχει λειτουργική κυβέρνηση το συντομότερο δυνατό έτσι ώστε να συνεχιστεί μετεκλογικά η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που είχε διακοπεί στο πρώτο μισό της χρονιάς.

Επιπλέον, ο Κ. Ρέγκλινγκ ερωτηθείς για το αν υπάρχει ακόμα πιθανότητα Grexit, απαντά πως «δεν είναι ένα σενάριο πάνω στο οποίο δουλεύουμε αυτή τη στιγμή, αν και, θεωρητικά, είναι πάντα πιθανό», εξηγώντας πως τόσο η ελληνική πλευρά όσο και οι δανειστές δούλεψαν σκληρά για να αποφευχθεί.

Κληθείς να σχολιάσει την άποψη του νομπελίστα οικονομολόγου Πολ Κρούγκμαν ότι θα ωφελούσε την ελληνική οικονομία μια ενδεχόμενη έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στη δραχμή, δηλώνει πως οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν καλύτερα τι λειτουργεί εντός Ευρώπης και τι όχι.

Επισημαίνει, δε, πως τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων που πραγματοποίησε η χώρα μεταξύ 2010 και 2014 είχαν αρχίσει να φαίνονται τόσο σε σχέση με την αντιμετώπιση της ανεργίας όσο και ως προς τα ποσοστά ανάπτυξης.

Όσον αφορά τη συζήτηση για το χρέος και το ρόλο του ΔΝΤ στο νέο πρόγραμμα, ισχυρίζεται πως η ονομαστική διαγραφή του χρέους έχει αποκλειστεί και από το ΔΝΤ. Άλλωστε, συνεχίζει, δεν είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο για να επιτευχθεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

Ο Κ. Ρέγκλινγκ υποστηρίζει στην εν λόγω συνέντευξη πως μια ενδεχόμενη ρύθμιση του ελληνικού χρέους -εάν κριθεί αναγκαία- μπορεί να περιλαμβάνει την επιμήκυνση των ωριμάσεων και τη μείωση των επιτοκίων. Επιπλέον, αναφέρει ότι πολλοί οικονομολόγοι δεν λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός ότι η πραγματική ετήσια επιβάρυνση για τον ελληνικό προϋπολογισμό και την ελληνική οικονομία είναι σχετικά χαμηλή. «Πολύ χαμηλότερη», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «από την επιβάρυνση που προκύπτει από το δείκτη χρέους/ΑΕΠ, ο οποίος αγγίζει το 200%».

Τέλος, δηλώνει «αρκετά σίγουρος» πως το ΔΝΤ θα συμμετέχει στο ελληνικό πρόγραμμα, πιθανότατα από τον ερχόμενο Νοέμβριο. Το ΔΝΤ, καταλήγει, χρειάζεται περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη δημοσιονομική προσαρμογή, τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού και την επιπλέον ελάφρυνση του χρέους.

Facebook Comments