Μέρες τώρα συζητάμε για τα πολιτικά συμπεράσματα από τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των Δημοτικών και Περιφερειακών εκλογών. Λογικό.

Η Ν.Δ μετά από ένα δύσκολο τρίμηνο στο οποίο αντιμετώπισε φυσικές καταστροφές, έξαρση της ακρίβειας και σειρά προβλημάτων φαίνεται να εδραιώνει την πολιτική κυριαρχία της, την στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ δέχτηκε άλλο ένα χτύπημα μετά την συντριβή των διπλών εκλογών τον Μάιο και Ιούνιο και τα άλλα κόμματα με εξαίρεση το Κ.Κ.Ε δεν δείχνει να ενισχύεται σημαντικά τουλάχιστον πολιτικά.

Η Αντιπολίτευση φαίνεται αδύναμη, με τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς να μην μπορούν να αναδείξουν κάποια πειστική εναλλακτική λύση διακυβέρνησης. Ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ μετά και την εκλογή του νέου Προέδρου της δεν έδειξε καν κάποια μεγαλύτερη σχετικά κινητικότητα, φανερώνοντας την δομική κρίση του, τον βαθύ διχασμό των δυνάμεών του μετά την εκλογή του Σ. Κασσελάκη. Είναι φανερό: Ο Κ. Μητσοτάκης παρά τα λάθη, τις καθυστερήσεις και την ολιγωρία που έδειξε η Κυβέρνηση σ΄αυτό το διάστημα παραμένει απόλυτα κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό, ίσως ο μόνος που πείθει ότι μπορεί να κυβερνήσει, να διαχειριστεί έστω με σχετική επάρκεια προβλήματα και κρίσεις. Ας μην στρουθοκαμηλίζουμε. Όσο διατηρείται αυτή η πεποίθηση, τα κόμματα της Αντιπολίτευσης θα αδυνατούν να ορθώσουν ανάστημα και να ενισχυθούν τουλάχιστον σημαντικά. Η ενίσχυση του ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές εκλογές και η όποια βελτίωση των θέσεών του στις αυτοδιοικητικές εκλογές μάλλον αποτελούν πολύ μικρά βήματα , αν κάποιος σκεφτεί τον πολιτικό σεισμό διαρκείας και την αποσύνθεση του υποτιθέμενου όμορου χώρου και σίγουρα αναντίστοιχα με τις ανάγκες της εποχής και τις απαιτήσεις ενός ευρύτερου ακροατηρίου.

Ωστόσο, οι εκλογές ανέδειξαν ένα μείζον πολιτικό και θεσμικό πρόβλημα. Αυτό της αποχής που δεν μπορεί να περνάει απαρατήρητο και πρέπει να μας απασχολήσει. Ας διευκρινίσουμε βέβαια εξ αρχής ότι η αποχή που εμφανίζεται είναι σε σημαντικό βαθμό φαινομενική. Δεν μπορεί μια χώρα με πληθυσμό 10.482.487 να έχει εκλογικό σώμα 9.813.595. Είναι φανερό ότι ακόμα εκκρεμεί η ολοκληρωμένη εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων. Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές είχαμε στον πρώτο γύρο 52.46% συμμετοχή, όταν στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου αυτή ήταν 53.74% και στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2019 που συνέπεσαν βέβαια με τις ευρωεκλογές ήταν 58.28%.

Φαίνεται η εξήγηση να βρίσκεται σε πολλούς παράγοντες. Πρώτον οφείλεται στην εκλογική κόπωση από τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά και την κομματική αντιπαράθεση που είχε προηγηθεί τουλάχιστον για ένα χρόνο πριν. Πολλοί ψηφοφόροι θεώρησαν ότι είχαν δώσει και μάλιστα δύο φορές ισχυρό και σαφές μήνυμα για το τι θέλουν, τι προσδοκούν και ποιον εμπιστεύονται. Δεύτερον επομένως οφείλεται στην ύπαρξη κάποιου σοβαρού πολιτικού διακυβεύματος, που θα κινητοποιούσε και θα δημιουργούσε ενδιαφέρον. Τρίτον, οφείλεται σε λαικίστικες, απαξιωτικές για την πολιτική, κόμματα και θεσμούς συμπεριφορές ιδιαίτερα από το ΣΥΡΙΖΑ και δυνάμεις της ακροδεξιάς που κυριάρχησαν ιδιαίτερα στην περίοδο των μνημονίων και μείωσαν σε τμήματα του πληθυσμού την εμπιστοσύνη ότι μπορεί κάποιοι να επιλύσουν τα προβλήματα της κοινωνίας. Τέταρτον, οφείλεται σε προβλήματα που αντιμετωπίζει η ίδια η Αυτοδιοίκηση στην λειτουργία της, την αποτελεσματικότητά της να δίνει λύσεις σε μικρά και μεγάλα προβλήματα των περιοχών και να έχει στρατηγική πολύπλευρης ανάπτυξης. Πέμπτον, οι διπλές βουλευτικές εκλογές, οι συνεχείς φυσικές καταστροφές και η διαδικασία εκλογής του νέου Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσαν τα φώτα της δημοσιότητα , με τις αυτοδιοικητικές εκλογές να περνούν σε δεύτερη και τρίτη μοίρα. Οι άνθρωποι της Αυτοδιοίκησης οφείλουν να σκύψουν στο πρόβλημα, να ανοίξουν ένα δημόσιο διάλογο για τα προβλήματα και τις ανεπάρκειες του θεσμού, για το τι στόχους θέτουν, τι όραμα έχουν, τι Αυτοδιοίκηση θέλουν. Έκτον, η αποχή ίσως δείχνει μια υφέρπουσα δυσαρέσκεια για μεγάλα ανοιχτά προβλήματα όπως η ακρίβεια που όμως δεν έχει ακόμα βρει τρόπο έκφρασης.

Μαζί μ΄αυτά, δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής το γεγονός ότι η αποχή ήταν αρκετά μεγαλύτερη στα μεγάλα αστικά κέντρα ( περίπου 10% μεγαλύτερη απ΄ότι στην περιφέρεια). Κορυφαία τα παραδείγματα της Αττικής όπου η αποχή έφτασε το 57% και ιδιαίτερα της Αθήνας με αποχή της τάξης του 68%. Αυτό συνδέεται ανάμεσα στα άλλα και στην δυνατότητα πιο άμεσης επαφής με τους πολίτες σε πιο μικρές τοπικές κοινωνίες , άρα και της πιο αυξημένης δυνατότητας κινητοποίησης.

Έτσι, μαζί με τα πολιτικά μηνύματα που υπήρξαν και θα ολοκληρωθούν με την συμπλήρωση και του δεύτερου γύρου, θα πρέπει να μας ανησυχήσει, να συζητήσουν κόμματα και θεσμοί το πρόβλημα της απομάκρυνσης από την συμμετοχή στις εκλογές. Αν η τάση αυτή συνεχιστεί, θα τεθούν αντικειμενικά στο μέλλον προβλήματα Δημοκρατίας και δημοκρατικής νομιμοποίησης.

Facebook Comments