Την περίοδο που οι αγορές ομολόγων υφίστανται κλυδωνισμούς μετά την εκλογή Τράμπ στις ΗΠΑ, οι ελληνικοί κρατικοί τίτλοι κινούνται αντίθετα στο ρεύμα.
 
Παρά το γεγονός πως πολλοί έσπευσαν να ερμηνεύσουν την κίνηση αυτή ως προεξόφληση θετικής έκβασης των διαπραγματεύσεων και κλείσιμο της αξιολόγησης με ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, υπάρχει μία επιπλέον ανάγνωση που δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε αν στοχεύουμε στην ορθή άντληση συμπερασμάτων. Αποτελεί αξίωμα πως οι αγορές προεξοφλούν. Όμως δεν μαντεύουν. Αποτελεί δε επιπρόσθετο αξίωμα πως οι αγορές έχουν την δυνατότητα να κερδοσκοπήσουν χειραγωγώντας ή ακόμα «παίζοντας» με βραχυπρόθεσμες προσδοκίες και την όποια πρόσκαιρη θετική ψυχολογία μπορεί αυτές να δημιουργήσουν. Μέχρι σήμερα η εξέλιξη των διαπραγματεύσεων αναδεικνύει μόνον την κερδοσκοπική πτυχή των εξελίξεων.
 
Η κοινή συνισταμένη την κίνησης των αγορών είναι ο βαθμιαίος εξορθολογισμός της πορείας της οικονομίας με πρώτη επιτυχή φάση την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην διαδικασία ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Ικανή και αναγκαία συνθήκη η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, ανεξάρτητα από την πορεία συζήτησης του χρέους ή ακόμα και της μείωσης του αναγκαίου ελάχιστου πλεονάσματος από 3,5% σε 1,5% του ΑΕΠ.  Χωρίς να πρέπει να θεωρείται δεδομένη μία άμεση απόφαση της ΕΚΤ, πρέπει να επισημανθεί πως η σημειολογία μία τέτοια κίνησης είναι εξαιρετικά σημαντική. Τόσο για την ψυχολογία των αγορών, όσο και για την στοχευμένη αποκλιμάκωση των επιτοκίων και κατ΄επέκταση δυνατότητας δανεισμού των επιχειρήσεων με χαμηλότερο κόστος.
 
Αν η σημειολογία όμως δεν συνοδεύεται από αξιοπιστία και δυνατότητα προσέλκυσης διπλάσιου του προ κρίσης επιπέδου επενδύσεων, κινδυνεύει να μεταφρασθεί και αυτή ως απλή εκμετάλλευση από το κερδοσκοπικό σκέλος των αγορών. Άλλωστε, σήμερα η Ελλάδα δεν πληροί βασικούς κανόνες της ΕΚΤ προκειμένου να ενταχθεί στο πρόγραμμα, καθιστώντας την ολοκλήρωση της αξιολόγησης ως βασική προϋπόθεση σημαντικής αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης προκειμένου τα ελληνικά ομόλογα να καταστούν επιλέξιμα σε μεγαλύτερη έκταση. Σημειώνω πως επί της ουσίας αυτά υπό μία έννοια είναι ήδη ενταγμένα σε πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης καθώς το 2012 αγοράσθηκαν από την ΕΚΤ περί τα 40 δις από τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
 
Πέρα όμως από το γενικό πλαίσιο αξιολόγησης, δύο είναι οι βασικές βραχυπρόθεσμοι παράμετροι για το αν θα είναι δυνατή η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών και των επενδυτών: Το ύψος του διαρθρωτικού ελλείματος καθώς και η δυνατότητα άντλησης διεθνών αναπτυξιακών επενδυτικών κεφαλαίων. Είναι γνωστό πλέον πως ούτε το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, ούτε το επίπεδο των εγχωρίων καταθέσεων -φανερών και μη-είναι δυνατόν να υποστηρίξουν την αναγκαία αναπτυξιακή δυναμική.
 
Αυτός είναι ίσως και ο βασικότερος λόγος που η όποια κίνηση πρέπει να δομηθεί σε στέρεες βάσεις, καθώς δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας πως η αποτίμηση των ελληνικών ομολόγων σήμερα ακολουθεί όμοια πορεία με εκείνη της περιόδου προ της πρώτης έκδοσης επί κυβέρνησης Σαμαρά. Ενώ η έκδοση εκείνη καλύφθηκε με επιτυχία, η αδυναμία περεταίρω ανεξάρτητων εκδόσεων -συνέπεια και της πολιτικής αδρανοποίησης μετά από ένα σημείο – επέτρεψε να επικρατήσουν κερδοσκοπικές τάσεις και η επακόλουθη τελμάτωση.  
 
Κατ΄επέκταση, ενώ οι παραπάνω κινήσεις πρέπει να θεωρηθούν ως εξαιρετικής σημασίας για την αποτελμάτωση της οικονομίας, διατρέχουμε τον κίνδυνο η επίσπευσή τους παρά την ανετοιμότητα και τα δομικά προβλήματα- για λόγους πολιτικούς και επικοινωνιακούς- να αποδώσουν μόνον πρόσκαιρα, με αποτέλεσμα την εκ νέου εντονότερη επιδείνωση της οικονομίας. Δυστυχώς, η ακολουθούμενη πολιτική δεν φαίνεται πως είναι δυνατόν άμεσα να διαμορφώσει το αναγκαίο ενισχυτικό momentum προκειμένου να αποφευχθεί μία  περεταίρω τελμάτωση. 

Facebook Comments