Πιο επαινετικές δηλώσεις από αυτές του Γερούν Ντάϊσελμπλουμ και του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ουδείς θα μπορούσε να ακούσει. Ούτε καν από το στόμα του ίδιου του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος δείχνει να κολακεύεται από τους διθυράμβους που ακούει από τους άλλοτε απηνείς εχθρούς του, τους «τοκογλύφους, που πίνουν το αίμα των Ελλήνων», όπως κάποτε τους αποκαλούσε. Ενώ σήμερα δείχνουν να είναι οι καλύτεροι του φίλοι, πιο πολύ κι από τον Καρανίκα και τον Παππά. Τι έχει άραγε συμβεί; Πώς αυτοί οι «εχθροί» της Ελλάδας μετετράπησαν αίφνης σε «φίλους» του κ. Τσίπρα και της κυβέρνησης του;

Στις 17 Οκτωβρίου, ο πρωθυπουργός με όλη του την κουστωδία θα επισκεφθούν τις ΗΠΑ. Εκεί, στον Λευκό Οίκο αναμένουν να ακούσουν ακόμα πιο επαινετικά σχόλια από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, που κάποτε απεχθάνονταν και βδελύσσονταν οι συριζαίοι. Μα έχουν έρθει τα πάνω κάτω άραγε;

Η αλήθεια είναι πιο απλή. Ουδείς εξ αυτών μετεβλήθη εν μια νυκτί σε φίλο της Ελλάδας η πολύ περισσότερο της κυβέρνησης της Αριστεράς. Απλώς όλοι τους έχουν κουραστεί με την υπόθεση της χώρας μας εδώ και 7 και πλέον χρόνια και θέλουν να τελειώνουν οριστικά με τα μνημόνια και την συνέχιση της δανειοδότησης του ελληνικού κράτους. Πιο πολύ κι από τους ίδιους τους Έλληνες. Θέλουν να τελειώνουν με την «ελληνική τραγωδία» για να ασχοληθούν με τα του οίκου τους. Εφόσον μάλιστα μέσω ενός περίπλοκου μηχανισμού ελέγχου κι εποπτείας της ελληνικής οικονομίας θα μπορούν να διασφαλίσουν την αποπληρωμή των δανείων τους σε βάθος χρόνου, που μπορεί να ξεπεράσει ακόμα και τα 50 χρόνια. Οι ξένοι θέλουν μια «καθαρή έξοδο» από τα Μνημόνια περισσότερο από όσο την επιθυμούν ο κ. Τσίπρας και το επιτελείο του.

Όμως η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική για τον ελληνικό λαό. Στα λόγια, η κυβέρνηση μπορεί να χτίζει ανώγεια και κατώγεια. Αλλά στην πραγματικότητα, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να βρίσκεται σε τέλμα. Κι απόδειξη είναι ότι ενώ οι ξένοι πολιτικοί παιανίζουν υπέρ των «επιτευγμάτων» της ελληνικής κυβέρνησης, οι ξένοι οικονομικοί παράγοντες αποφεύγουν την Ελλάδα του Τσίπρα και του Καμμένου ως ο διάβολος το λιβάνι. Κι ο λόγος είναι προφανής:

Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι ούτε τα μνημόνια ούτε το δημόσιο χρέος κι η ρύθμιση του (που ούτως η άλλως κάποια στιγμή θα γίνει). Αλλά το γραφειοκρατικό και διεφθαρμένο δημόσιο, το επαχθές, άδικο και συνεχώς μεταβαλλόμενο φορολογικό σύστημα, η αργή απονομή της Δικαιοσύνης και φυσικά η έλλειψη οποιωνδήποτε πραγματικών μεταρρυθμίσεων. Η κυβέρνηση ακόμα αρνείται να κάνει απλά πράγματα, όπως θα ήταν το άνοιγμα των «κλειστών επαγγελμάτων», που μάλιστα προσπαθεί να τα κλείσει ακόμα περισσότερο, όπως κατέδειξε η πρόσφατη περιπέτεια με τα ταξί, τον κ. Σπίρτζη, το Taxibeat και τον αρχισυνδικαλιστή κ. Λυμπερόπουλο.

Η πραγματική οικονομία, ή καλύτερα ότι έχει απομείνει από αυτήν, υποφέρει από το πρωτοφανές φορολογικό φορτίο, που καταστρέφει κάθε σκέψη έστω επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η όποια ανάκαμψη της απασχόλησης, για την οποίαν τόσο περηφανεύεται ο πρωθυπουργός, στην πραγματικότητα οφείλεται σε θέσης μερικής η εποχιακής εργασίας. Κι όχι σε πραγματική ανάκαμψη της αγοράς. Οι επενδύσεις, πέραν κάποιων κρατικών προσπαθειών, που έγιναν όπως αυτή της Fraport και των κινέζων στο λιμάνι του Πειραιά, αποτελούν ανέκδοτο, που δεν πείθει κανέναν. Τα πλεονάσματα οφείλονται αποκλειστικά και μόνον στις κατασχέσεις λογαριασμών, που κάνει μεθοδικά το υπουργείο Οικονομικών και στις ρυθμίσεις παλιότερων οφειλών.

Ενώ οι συντάξεις συνεχίζουν την καθοδική τους πορεία. Ας μην ξεχνάμε ότι μέσα στους επόμενους 14 περίπου μήνες, μέχρι τα Χριστούγεννα του 2018, θα περικοπούν λόγω «προσωπικής διαφοράς» όλες οι καταβαλλόμενες κύριες κι επικουρικές συντάξεις, θα έχει καταργηθεί πλήρως το ΕΚΑΣ για τους 280.000 χαμηλοσυνταξιούχους, που συνεχίζουν να το παίρνουν μερικώς, και οι νέες συντάξεις, που καθυστερούν να εκδοθούν, θα είναι μειωμένες, λόγω του νόμου Κατρούγκαλου κατά 20% τουλάχιστον. Όλα αυτά δείχνουν ότι η κατάσταση σε μια οικονομία, που παραπαίει, παρά τους ευρωπαϊκούς η τους κυβερνητικούς διθυράμβους, είναι η ίδια και χειρότερη από ότι ήταν το 2010 όταν πρωτομπήκαμε στα μνημόνια.

Απλώς σε μεγάλο βαθμό την συνηθίσαμε. Ο κοινωνικός μιθριδατισμός, δηλαδή η προσαρμογή μας στην συνεχή υποβάθμιση της ζωής μας, δυστυχώς επιβλήθηκε.

Facebook Comments