Οι απανωτές υποβαθμίσεις των εκτιμήσεων για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από τους αναλυτές και τους διεθνείς οίκους και οργανισμούς, προμηνύουν άσχημα μαντάτα και ανατροπές προσεχώς, όταν και θα ανακοινωθούν τα επίσημα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ στις 5 Μαρτίου του επόμενου έτους, ενώ δεν αποκλείεται να υπάρξει (εν τω μεταξύ) περαιτέρω ψαλίδισμα του ήδη μειωμένου κατά 40% (σε σχέση με τον αρχικό) στόχου για το 2017 που διατυπώνεται στον προϋπολογισμό.

Οι χαμηλές πτήσεις στην ανάπτυξη είναι ίσως ο μεγαλύτερος φόβος για την κυβέρνηση αφού είναι ικανές να ανατρέψουν την ομαλή έξοδο από τα μνημόνια και την ομαλή και βιώσιμη επιστροφή στις αγορές, ενώ λειτουργούν αποτρεπτικά στην προσέλκυση επενδύσεων, δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο δύσκολα θα βγει η Ελλάδα που συνεχίζει να είναι αιχμάλωτη στην χαμηλή παραγωγικότητα, την χαμηλή κατανάλωση και την επίμονα υψηλή ανεργία, συστατικά που κάθε άλλο παρά μία οικονομία σε ανάπτυξη χαρακτηρίζουν.  Παράλληλα, το «φορο-κυνηγητό» στη μεσαία τάξη, το οποίο όπως έχουν δηλώσει οι δανειστές – και ο  Μοσκοβισί πιο πρόσφατα, ήταν απόλυτα επιλογή πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης, εμποδίζει και αυτό με τη σειρά του την επιστροφή της εμπιστοσύνης, των καταθέσεων και των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία.

Όπως έχουμε ξαναγράψει σε αυτήν εδώ τη στήλη, το 1,6% που προβλέπει ο προϋπολογισμός για την ανάπτυξη το 2017, είναι 41% χαμηλότερο από το 2,7% που προέβλεπε ο προϋπολογισμός του 2017 τέτοιες μέρες πέρσι. 

Από τότε και για να φτάσουμε στην σημερινή προσγείωση, προηγήθηκε η υποβάθμιση στο 2,1% από την Κομισιόν τον Μάιο, η οποία ακολουθήθηκε από το «ψαλίδισμα» στο 1,8% στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της κυβέρνησης, ενώ στη συνέχεα η Κομισιόν ξανα-ψαλίδισε τις προβλέψεις της τον Οκτώβριο στο 1,6%, τις οποίες και αναγκάστηκε να «δεχθεί» η κυβέρνηση. 

Η τελευταία επίσημη εκτίμηση έρχεται από τον ΟΟΣΑ αυτή την εβδομάδα ο οποίος τοποθετεί την ανάπτυξη στο 1,4% φέτος, γεγονός που «μυρίζει» νέα πτωτική αναθεώρηση προσεχώς από την ελληνική κυβέρνηση, την στιγμή που ο προϋπολογισμός ψηφίζεται σε 20 περίπου ημέρες.

Οι παραπάνω προβλέψεις βέβαια, απέχουν… χιλιόμετρα από τις προβλέψεις των διεθνών οίκων οι οποίοι αν και εκτιμούν ότι οι ρυθμοί φέτος θα είναι θετικοί, σε καμία περίπτωση δεν “βλέπουν” ότι ο υψηλός και μη ρεαλιστικός στόχος της κυβέρνησης θα “πιαστεί” καθώς η ανάκαμψη είναι εύθραυστη, γεγονός που υπογραμμίζουν και τα υψηλά επίπεδα των μη εξυπηρετουμένων δανείων των ελληνικών τραπεζών τα οποία βάζουν τείχος στη ρευστότητα και δεν αφήνουν την οικονομία να αναπνεύσει. 

Επιπλέον, η ανάκαμψη της εμπιστοσύνης και οι εισροές ξένων επενδύσεων αποτελούν ακόμη όνειρα μακρινά, και αυτά είναι που θα «φέρουν» ανάπτυξη. Ωστόσο θα έλθουν μόνο εάν «βλέπουν» ανάπτυξη, τονίζοντας αυτόν τον φαύλο κύκλο στο οποίο έχει βάλει τη χώρα η πολιτική της κυβέρνησης.

Συνοπτικά, οι ξένοι αναλυτές τοποθετούν την ανάπτυξη το 2017 γύρω στο 1%, με την Citigroup να εκτιμά ότι θα κυμανθεί στο 1,1%, την ΗSBC να προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,9% το 2017, την Capital Economics να εκτιμά ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα αναπτυχθεί στο 0,8% φέτος, την ABN Amro να βλέπει ανάπτυξη της τάξης του 1,1% και η BofA Merrill Lynch να εκτιμά ότι θα κινηθεί γύρω στο 1%.

Και όλες οι παραπάνω προβλέψεις έχουν βασιστεί φυσικά στην προϋπόθεση της προόδου στο πρόγραμμα διάσωσης και στους στόχους μείωσης των NPLs. Η καθυστέρηση στην γ’ αξιολόγηση και οι ρυθμοί χελώνας στη μείωση των κόκκινων δανείων, σε συνδυασμό με την πλήρη απουσία οποιασδήποτε αναφοράς αυτή τη στιγμή για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, είναι ικανά να εκτροχιάσουν ακόμα και την πιο χαμηλή πρόβλεψη, με σημαντικές συνέπειες (νέα μέτρα) από του δανειστές.

Και κάτι τελευταίο. Ακόμα και να επιτευχτεί η (τελευταία) πρόβλεψη της κυβέρνησης, σε καμία  περίπτωση δεν βλέπουμε τον δρόμο την εξόδου από την κρίση, αυτόν που με τόσο πάθος βλέπει ο κ. Τσίπρας. Όπως τονίζει η Eurobank σε νέα ανάλυσή της, εάν η ελληνική οικονομία μεγεθυνθεί με 1,6% το 2017, 2,5% το 2018 & 2019 και με 2,0%  για την περίοδο 2020-2031, τότε θα χρειαστεί να περάσουν 15 χρόνια για να επιστρέψει το πραγματικό ΑΕΠ στα προ κρίσης επίπεδα.

Έτσι, όπως τονίζει, ακόμη και εάν οι εκτιμήσεις της Κομισιόν (και της κυβέρνησης) για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομία επαληθευτούν, αυτό δεν ισοδυναμεί με επιστροφή – ή έστω προσέγγιση – στα προ κρίσης επίπεδα. Ζητούμενο δεν είναι μόνο η επιστροφή σε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά και οι εν λόγω ρυθμοί μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ να είναι βιώσιμοι στη μακροχρόνια περίοδο, όπως επισημαίνει.

Facebook Comments