Η ελληνική κυβέρνηση αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά αδύναμη, χωρίς αντανακλαστικά, ανεπαρκής, ανίκανη να χρησιμοποιήσει το «όπλο» του διεθνούς δικαίου, ανήμπορη να στηριχθεί στις συμμαχίες της. Και όλα αυτά απέναντι σε μία Τουρκία η οποία διψά για επίδειξη δύναμης.  Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα και στην πρόσφατη «επεισοδιακή» επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα όπου ο Αλέξης Τσίπρας τον είχε καλωσορίσει με την ευχή…  οι σχέσεις των δύο χωρών να είναι σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας, και είδαμε πού κατέληξε.  Τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την επιπολαιότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε από την πρώτη στιγμή το θέμα των δύο Ελλήνων αξιωματικών, με τον κ. Τζανοκόπουλο να υπόσχεται την τυπικότητα του όλου θέματος και το ότι θα επιστρέψουν οι δύο αξιωματικοί  γρήγορα στην Ελλάδα, και την ίδια στιγμή τα τουρκικά μέσα να μεταδίδουν  ότι έχουν συλληφθεί και θα δικαστούν για παράνομη είσοδο σε στρατιωτική ζώνη.

Το ίδιο όμως ανεπαρκής αποδεικνύεται και η Δύση. Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο όλο θέμα των Ελλήνων αξιωματικών  ήταν ουσιαστικά… «βρείτε τα μεταξύ σας». Όπως σχολίασε και η Le Monde, ο Πάνος Καμμένος ανέλυσε την υπόθεση στους ομολόγους του στις Βρυξέλλες την περασμένη Δευτέρα, ελπίζοντας στην υποστήριξή τους. Όμως, αυτό που πήρε ήταν απλά μια δήλωση από την Μογκερίνι σύμφωνα με την οποία η Ε.Ε. προσβλέπει στις καλές σχέσεις μεταξύ γειτόνων και συμμάχων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.

Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και το Βερολίνο. Ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέφεν Ζάιμπερτ, απαντώντας σε ερώτηση εάν η γερμανική κυβέρνηση ανησυχεί για την κλιμακούμενη ένταση στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, δύο σημαντικών εταίρων του ΝΑΤΟ, απάντησε πως «επί της αρχής, βεβαίως έχουμε ενδιαφέρον, πρώτον ως εταίροι στο ΝΑΤΟ και δεύτερον ως Ευρωπαίοι, να υπάρχουν όσο το δυνατόν μικρότερες ή καλύτερα καθόλου εντάσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Υπήρξαν στο παρελθόν επανειλημμένα και απευθείας επαφές των κυβερνήσεων των δύο χωρών και αυτό ήταν συχνά μία δυνατότητα για την αποκλιμάκωση εντάσεων».

Παράλληλα, η εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία  Άντεμπαρ σημείωσε πως «η γενική αρχή της γερμανικής κυβέρνησης είναι ότι και τα προβλήματα μεταξύ δύο κρατών λύνονται καλύτερα με τον διάλογο. Η γενική αρχή ισχύει νομίζω και σε αυτήν την περίπτωση».

Και από την δική του πλευρά, ο Αλέξης Τσίπρας στο άτυπο υπουργικό συμβούλιο, ήταν το ίδιο… γενικός και αόριστος αφού φέρεται να είπε ότι «η Τουρκία αργά ή γρήγορα θα κατανοήσει ότι η όποια σκέψη να εκμεταλλευθεί και να αξιοποιήσει για άλλους σκοπούς ένα σύνηθες μεθορειακό συμβάν, είναι αδιέξοδη και θα αποβεί εις βάρος της».

Έτσι, με λίγα λόγια, η Ευρώπη εύχεται να τα βρούμε μεταξύ μας και ο Τσίπρας εύχεται να… συνέλθει η Τουρκία, να το ξανασκεφτεί και να αλλάξει στάση. Με ευχολόγια όμως δεν γίνεται τίποτα.

Η πολεμική ρητορεία και οι ενέργειες της Άγκυρας είναι απλά και ξεκάθαρα η εξωτερική πολιτικής που έχει επιλέξει ο Ερντογάν να χαράξει. Όπως πολύ χαρακτηριστικά σημειώνει το ahval news, η Άγκυρα έχει επιλέξει τον δρόμο της αμφισβήτησης των συμμαχιών, των συνθηκών και των συνεργασιών του παρελθόντος και να προχωρήσει μόνη της, ίσως γιατί είναι ήσυχη από την πολιτική κατευνασμού που ακολουθεί η Δύση, αλλά και «ανεβασμένη» από το φλερτ της Ρωσίας, διεκδικώντας έτσι «δύναμη» και μερίδιο στον ενεργειακό χάρτη.

Τι κάνει η Δύση;  Προτιμά να μην τα «σπάσει» με την Άγκυρα για τέσσερις βασικούς λόγους: για να συνεχίσει να πουλά στην Τουρκία αγαθά, όπλα αλλά και κατασκευαστικά έργα, για  να κρατήσει την Τουρκία στο ΝΑΤΟ έτσι ώστε να μην την σπρώξει στην αγκαλιά του Πούτιν, για να αποζημιώσει τον Ερντογάν που εγκατέλειψε τα περί ένταξης στην Ε.Ε και για να διασφαλίσει ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να σταματά τις μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη

Για αυτόν τον λόγο οι όποιες δηλώσεις είναι υπερβολικά επιφυλακτικές και έτσι επιτρέπουν στην Άγκυρα να εντείνει την πολεμική ρητορική και τις προκλήσεις της. Παραδείγματα αυτού είναι η αποφυγή καταδίκης της τουρκικής επίθεσης στον κουρδικό θύλακα Αφρίν στη βορειο-δυτική Συρία, καθώς και των τουρκικών απειλών κατά της Κύπρου και της Ελλάδας.

Έτσι, αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να περιμένουμε την ΕΕ ή το ΝΑΤΟ να κάνουν κάτι ουσιαστικό. Η μοναδική περίπτωση «κινητοποίησης», με την επιβολή π.χ. ενός εμπορικού εμπάργκο, είναι εάν υπάρξει εισβολή ή προσάρτηση ευρωπαϊκού εδάφους.

Το τι πρέπει να γίνει με την Τουρκία και πώς, δεν είναι ούτε απλό, ούτε εύκολο. Όλοι γνωρίζουν ότι το όλο σκεπτικό του καθεστώτος του Ερντογάν βασίζεται στην πολιτική της δύναμης της εξουσίας, όπως ακριβώς και το καθεστώς Πούτιν,  που σημαίνει εκβιασμοί, απειλές, ανομία, εντός και εκτός της χώρας.

Ωστόσο, το μόνο προφανές που μπορεί να γίνει είναι τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και η Ε.Ε να αφήσουν τις γενικότητες, τις επιπολαιότητες και τα ευχολόγια και να κάνουν την Τουρκία να καταλάβει ότι οι προκλήσεις της είναι ακριβώς αυτό. Μόνο προκλήσεις. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να υπάρξει ένα ουσιαστικό σχέδιο απόκρουσης της πολιτικής της Άγκυρας.

 

Facebook Comments