Το φετινό φθινόπωρο βρίσκει την ελληνική πολιτική σκηνή με μια νέα κυβέρνηση και με μια απούσα αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία χάνει το παιχνίδι των εντυπώσεων αλλά προσπαθεί να κτίσει υποδομές που αρμόζουν σε ένα κόμμα που διεκδικεί τα σκήπτρα της εξουσίας. Ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, καλπάζει ακόμη πάνω στο άλογο της νίκης των εκλογών και κάνει αυτά τα οποία τόνιζε διαρκώς κατά την προεκλογική περίοδο. Από την άλλη πλευρά ο Αλέξης Τσίπρας ξεκινάει μια προσπάθεια ανοικοδόμησης του κόμματος του, ώστε να έχει καλύτερη επαφή με την κοινωνία και να μετατοπιστεί στο πολιτικό κύκλο από την ριζοσπαστική αριστερά στην κεντροαριστερά απορροφώντας το χώρο που κυριαρχούσε το πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ, το οποίο ως Κίνημα Αλλαγή βυθίζεται στην εσωστρέφεια.

Αλλά ας ξεκινήσουμε από την κυβέρνηση.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάνει ακριβώς αυτό που έλεγε κατά την προεκλογική περίοδο. Κατήργησε το ακαδημαϊκό άσυλο με αποτέλεσμα να απαλύνει τους πρυτάνεις από τις ευθύνες τους να βάλουν οι ίδιοι μια τάξη στα πανεπιστήμια τους και να επωμιστούν το οποιοδήποτε κόστος και έδωσε την εντολή στις δυνάμεις καταστολής να μπουν στην ΑΣΟΕΕ  και να αποδώσουν τους χώρους του πανεπιστημίου στις αρχές του, ενέργεια η οποία αποτελούσε πάγιο αίτημα της  πλειοψηφίας της ακαδημαϊκής κοινότητας. Έκανε πράξη τις φορο-ελαφρύνσεις  σε ότι έχει να κάνει με τον ΕΝΦΙΑ και τον φόρο στην ανέγερση οικοδομών -όλοι γνωρίζουμε ότι η οικοδομή στην Ελλάδα παράγει θέσει εργασίας και η αγορά ακινήτων κινείται.  Στην εξωτερική πολιτική όμως κάνει ακόμη πιο εμφανή την αδυναμία διαχείρισης της Συμφωνίας των Πρεσπών και την απουσία ξεκάθαρης θέσης στο ζήτημα. Με την παρουσίαση του εμπορικού σήματος των μακεδονικών προϊόντων λύνει σε ένα βαθμό το ζήτημα που προέκυψε αλλά δείχνει να αποδέχεται την συμφωνία των Πρεσπών και ίσως αυτό να του κοστίσει πολιτικά σε μεγάλο βαθμό και εκλογικά στο μέλλον αλλά και στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας. Οι λάθος χειρισμοί της κυβέρνησης εντοπίζονται στον τομέα που απέτυχε και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, στην διαχείριση του προσφυγικού/ μεταναστευτικού προβλήματος. Η μετανάστευση δεν γίνεται ποτέ να σταματήσει αλλά μόνο να περιοριστεί, αλλά από την στιγμή που όλες οι κυβερνήσεις έχουν παραχωρήσει την περίθαλψη, την καταγραφή και άλλα βασικά ζητήματα στις ΜΚΟ έχουν χάσει το παιχνίδι, διότι δεν υπάρχει καν βασική καταγραφή των προσφύγων και των μεταναστών που βρίσκονται στον ελλαδικό χώρο. Επιπλέον το κυβερνών κόμμα έχει αφήσει να το κατηγορούν για την καταστολή και την αστυνομική βία χωρίς να δώσει κανένας από την κυβέρνηση την παραμικρή απάντηση. Σε ότι έχει να κάνει με δημοσίευμα ξένου τύπου περί χώρας “πλυντηρίου” και φορολογικού παραδείσου για ξέπλυμα μαύρου χρήματος, η κυβέρνηση μπορεί εύκολα να αποφύγει να μετατρέψει την χώρα σε παράδεισο εγκληματιών και ξεπλύματος μαύρου χρήματος ζητώντας ένα πόθεν έσχες των χρημάτων που θα επενδύσει το εκάστοτε επενδυτικό σχήμα στην Ελλάδα. Σε αυτό το σημείο η ελληνική δημοκρατία θα πρέπει να βρίσκεται σε θέση να διαπραγματευτεί σωστά με τους επενδυτές και να κερδίσει τους καλύτερους όρους για την κοινωνία.

Από την άλλη πλευρά η αξιωματική αντιπολίτευση καταλαβαίνει τώρα ότι η υποδομή του κόμματος είναι άξια με κόμμα του τρία της εκατό των ψήφων, πράγμα το οποίο έγινε αντιληπτό από τις αυτοδιοικητικές εκλογές, όπου οι υποψήφιοι που είχαν την στήριξή του είτε έχασαν από τον πρώτο γύρο, είτε δεν συγκέντρωσαν τις ανάλογες ψήφους για να παλέψουν την εκλογική τους νίκη στον δεύτερο γύρο. Ο ΣΥΡΙΖΑ με το που έχασε τις εκλογές έριξε στην μάχη το πιο δυνατό του χαρτί, τον αρχηγό του Αλέξη Τσίπρα. Ο τέως πρωθυπουργός βγαίνοντας από το Μαξίμου αντίκρισε ένα κόμμα με υποδομές  που αρμόζουν σε κόμμα της ελάσσονος ή ακόμα και της εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευσης, πράγμα το οποίο ήταν απολύτως φυσικό.  Ο ΣΥΡΙΖΑ   τον Ιούνιο του 2012 βρέθηκε αξιωματική αντιπολίτευση και ξεκίνησε να οικοδομεί μια ρητορική κριτικής στην συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ- ΝΔ χωρίς να επενδύσει στις υποδομές του. Τον Ιανουάριο του 2015 κατέληξε να κερδίζει τις εκλογές αλλά ήταν αδύναμο να καλύψει τις πολιτικές θέσεις του κράτους με αποτέλεσμα να ξεγυμνωθεί το κόμμα σε τοπικό επίπεδο και ουσιαστικά να μην υπάρχουν στελέχη να ΄τρέξουν΄ τις διαδικασίες μετασχηματισμού του κόμματος. Όλη αυτή η κατάσταση σε συνδυασμό με την έκρυθμη κατάσταση της  ελληνικής οικονομίας και με αποκορύφωμα την φυγή διάφορων κομματικών σχηματισμών από το Συνασπισμό έφερε το κυβερνών κόμμα να φαίνεται κάτι νέο αλλά να στηρίζεσαι σε ΄πύλινες΄ υποδομές. Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 έδωσαν την νίκη στον λαβωμένο εσωκομματικά ΣΥΡΙΖΑ με αποτέλεσμα ο χαρισματικός τους ηγέτης να κλειστεί στο Μέγαρο Μαξίμου και πρωτοκλασάτα στελέχη να ανδρώσουν την κρατική μηχανή με αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ να μοιάζει με κόμμα εκτός κοινοβουλίου.

Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για μια ευλογημένη ήττα. Ο Αλέξης Τσίπρας ξεκίνησε μια προσπάθεια εγγραφής νέων μελών γυρίζοντας ο ίδιος όλη την χώρα, συνομιλώντας με τους πολίτες και πλασάροντας ένα προφίλ νέου πολιτικού κοντά στον κόσμο, ο οποίος έχει κατεβεί από το ΄βάθρο΄ του και αφουγκράζεται την κοινωνία. Όμως στην πορεία της 17ης  Νοεμβρίου προέβη σε μια κίνηση που βρίσκεται σε αυτή την κατεύθυνση που θέλει να πλασάρει επικοινωνιακά, δηλαδή του πολιτικού που η δύναμη του πηγάζει από το λαό που έχει δίπλα του, αλλά μεταφράζεται πολύ εύκολα σε πράξη λαϊκισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή είναι ανίκανος να ανακόψει το άλογο της εκλογικής νίκης της ΝΔ διότι πολύ απλά κάνει μια επένδυση για το μέλος, όμως σε ποιο κοινό απευθύνεται; απευθύνεται σε αριστερούς ριζοσπάστες, σε σοσιαλδημοκράτες, σε κεντρώους ή σε όλους; Εάν απευθύνεται σε όλους μπορούν όλες αυτές οι ιδεολογίες να συνυπάρξουν σε ένα ενιαίο κόμμα ή θα έχουμε φαινόμενα σαν αυτά του καλοκαιριού του 2015 με την αποχώρηση του κυρίου Λαφαζάνη;

Μπορούμε να πούμε ότι είμαστε τυχεροί που στην ελληνική πολιτική σκηνή της χώρας  επικρατούν δυο μοντέλα πολιτικών διαφορετικά από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αρκετά κράτη-μέλη βλέπουμε ακραίους πολιτικούς με ακραίες απόψεις, όμως στην χώρα μας οι ακραίες φωνές έχουν εκλείψει και βλέπουμε μια αντιπαράθεση σε έναν άρτιο τεχνοκράτη και ένα πολιτικό νέας γενιάς, που έχει αναδυθεί από τα λαϊκά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Από την μια έχουμε έναν ακούραστο Γενικό Διευθυντή διατεταγμένο στις υπηρεσίας του κράτους να κάνει πράξη όσα διεμήνυσε προεκλογικά και από την άλλη έναν άνθρωπο που βάζει σαν προτεραιότητα να αφουγκραστεί την κοινωνία και να δημιουργήσει ένα νέου τύπου κόμμα οικοδομώντας πάνω στις βάσεις του παλαιού. 

Facebook Comments