Ανησυχία και φόβους ότι οι υπερφιλόδοξοι στόχοι του φετινού Κρατικού Προϋπολογισμού για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με ρυθμό 2,7% και αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% του ΑΕΠ δεν θα επιτευχθούν προκαλεί πλέον στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης η σημαντική καθυστέρηση που σημειώνεται στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος.

Οι φόβοι πηγάζουν από τη διαπίστωση ότι τυχόν μεγάλη αρνητική απόκλιση από το στόχο για το πλεόνασμα του τρέχοντος έτους θα έχει ως συνέπεια να δημιουργηθεί ένα τεράστιο δημοσιονομικό κενό το οποίο μεταφερθεί στο 2018 και θα απαιτηθεί να καλυφθεί με σημαντικού ύψους επώδυνα νέα δημοσιονομικά μέτρα εντός του επόμενου έτους, μέσω και της αυτόματης ενεργοποίησης του ήδη νομοθετηθέντος «δημοσιονομικού κόφτη».

Η διαφορά

Η επιμονή του ΔΝΤ να προχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση στην άμεση νομοθέτηση νέων επαχθών δημοσιονομικών μέτρων συνολικού ύψους τουλάχιστον 4,5 δισ. ευρώ για την περίοδο 2018-2020 είναι η βασική αιτία για την οποία έχουν «παγώσει» οι διαπραγματεύσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση.

Η ελληνική πλευρά δεν δέχεται επ’ ουδενί κάτι τέτοιο και αντιπροτείνει ένα πιο «ήπιο» πακέτο μέτρων ύψους 2-2,5 δισ. ευρώ, το οποίο όμως αρνείται να νομοθετήσει από τώρα, αλλά επιθυμεί να παρουσιάσει ως «εφεδρεία» σε περίπτωση απόκλισης από τους δημοσιονομικούς στόχους της περιόδου 2018-2020, ταυτόχρονα με μια παράταση της ισχύος του «δημοσιονομικού κόφτη» και μετά το 2018.

Από την άλλη πλευρά, η προοπτική αποχώρησης του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα, την οποία η ελληνική πλευρά φαίνεται πλέον ότι θα δεχόταν ασμένως, τείνει πλέον να μετατραπεί σε εφιάλτη για την κυβέρνηση. Αιτία οι πρόσφατες δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Β. Σόιμπλε, σύμφωνα με τις οποίες σε περίπτωση οριστικής αποχώρησης του ΔΝΤ από την ομάδα των «θεσμών», το ελληνικό πρόγραμμα θα πρέπει να τροποποιηθεί επί το αυστηρότερο!

Αβεβαιότητα

Ολες αυτές οι εξελίξεις τείνουν πλέον να εδραιώσουν, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος, ένα κλίμα αβεβαιότητας για την εξέλιξη του ελληνικού ζητήματος και μια αίσθηση ότι δεν υπάρχει άμεσα ορατή καμία προοπτική διεξόδου. Αν δεν υπάρξει σύντομα κάποια θετική εξέλιξη που θα οδηγήσει σε «ξεπάγωμα» των διαπραγματεύσεων, το κλίμα αβεβαιότητας θα παγιωθεί και οι συνθήκες που θα επικρατούν στην ελληνική οικονομία δεν θα επιτρέπουν πλέον την πραγματοποίηση νέων επενδυτικών σχεδίων. Μια τέτοια εξέλιξη, συνδυαζόμενη και με την ήδη εφαρμοζόμενη από την πλευρά της κυβέρνησης αντιαναπτυξιακή και κοινωνικά άδικη πολιτική, θα προκαλέσει τη δημιουργία αρνητικών προσδοκιών για την εξέλιξη της οικονομίας εντός του 2017. Θα λειτουργήσει δε ως εμπόδιο στην επίτευξη του -ούτως ή άλλως- φιλόδοξου στόχου για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με ρυθμό 2,7% φέτος, όπως προβλέπει ο τρέχων Κρατικός Προϋπολογισμός.

Τυχόν δε αποτυχία της επίτευξης του στόχου αυτού θα προκαλέσει αρνητική απόκλιση και από το δημοσιονομικό στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ και νέο μεγάλο δημοσιονομικό κενό για το 2018, το οποίο θα απαιτηθεί να καλυφθεί άμεσα με την ενεργοποίηση του λεγόμενου «δημοσιονομικού κόφτη» και εν τέλει με σημαντικού ύψους νέες περικοπές σε συντάξεις και κοινωνικές παροχές, καθώς και με την επιβολή νέων αυξήσεων σε άμεσους και έμμεσους φόρους.

Χάνουμε το… τρένο

Οι παρενέργειες όμως από την καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης θα είναι κι άλλες, εξίσου επαχθείς για την ελληνική οικονομία. Συγκεκριμένα, δεν θα ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα επιβαρυνθούν οι συνθήκες ρευστότητας στην εγχώρια αγορά και θα επιβραδυνθεί εκ νέου ο ρυθμός αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου. Εν τέλει, δε, δεν θα καταστεί εφικτή η έξοδος της Ελλάδος στις αγορές για την κάλυψη των δανειακών της υποχρεώσεων όχι μόνο εντός του 2017, αλλά πιθανότατα ούτε εντός του 2018.

Facebook Comments