«Στους απέξω λέμε ναι.. όχι λέμε στους βλάκες, όχι στους χαζούς»
Δεν ξέρω αν το έχετε καταλάβει, αλλά εδώ και κάποιες εβδομάδες επιχειρείται μία… πλύση εγκεφάλου από την κυβέρνηση προς εμάς
Δεν ξέρω αν το έχετε καταλάβει, αλλά εδώ και κάποιες εβδομάδες επιχειρείται μία… πλύση εγκεφάλου από την κυβέρνηση προς εμάς
Δεν ξέρω αν το έχετε καταλάβει, αλλά εδώ και κάποιες εβδομάδες επιχειρείται μία… πλύση εγκεφάλου από την κυβέρνηση προς εμάς με τίτλο «προκαταβολική νομοθέτηση σκληρών μέτρων». Φυσικά η κυβέρνηση και πρώτος ο Αλέξης Τσίπρας, βγήκε μπροστά φωνάζοντας ότι δεν θα δεχθεί τις παράλογες απαιτήσεις των δανειστών και ότι δεν θα υπάρξει ούτε ένα ευρώ νέα μέτρα, καθώς «το αίτημα νομοθέτησης επιπλέον μέτρων και, μάλιστα, υπό αίρεση δεν είναι μόνο ξένο προς το ελληνικό Σύνταγμα. Είναι ξένο προς τους κανόνες της Δημοκρατίας, είναι ξένο προς το ευρωπαϊκό κεκτημένο».
Από την άλλη φροντίζουν να διαμηνύουν με κάθε τρόπο ότι οι εκπρόσωποι των θεσμών δεν επιστρέφουν στην Αθήνα και δεν θα υπάρξει ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης εάν δεν συμφωνηθεί ένα πλαίσιο για αυτή την εκ των προτέρων νομοθέτηση των σκληρών μέτρων.
Το… ρεζουμέ είναι πως ζούμε και πάλι μία επανάληψη της γνωστής στάσης της κυβέρνησης όπου οι κόκκινες γραμμές και η σκληρή διαπραγμάτευσή της οδηγούν σε μήνες καθυστερήσεων πριν αποκαλυφθεί το «ναι σε όλα», γιατί έτσι πιστεύουν ότι περνάει πιο ομαλά στον λαό. Τότε έρχονται και παρουσιάζουν ένα «γλυκαντικό» για να πάει κάτω ο πικρός καφές της νέας (όλο και) πιο σκληρής συμφωνίας.
Στην πρώτη αξιολόγηση το «γλυκαντικό» ήταν η άρση του περίφημου waiver, η οποία αποδείχτηκε πολύ κακό για το τίποτα, αφού κανένα καλό δεν είδαμε από αυτήν.
Τώρα, η ελπίδα της κυβέρνησης ήταν το (επώδυνο) κλείσιμο της αξιολόγησης, να φέρει μαζί του το πολυπόθητο QE – το οποίο επίσης δεν πρόκειται να προσφέρει ουσιαστικά τίποτα στην οικονομία, αφού η ελληνική κυβέρνηση δεν εκδίδει ομόλογα αυτή τη στιγμή. Θα βοηθήσει τον ιδιωτικό τομέα μέσω της μείωσης του κόστους χρηματοδότησης και έτσι θα βοηθήσει ελαφρώς και τις ελληνικές τράπεζες. Ωστόσο η ΕΚΤ δεν θα είναι σε θέση να αγοράσει πολλά ελληνικά ομόλογα, αφού ήδη κατέχει αρκετά. Ακόμη και αν οι αγορές της ΕΚΤ γίνουν σε μικρότερα ποσά έτσι ώστε να “κρατήσουν” περισσότερους μήνες, οι κανόνες του QE ορίζουν ότι, για τις χώρες του προγράμματος “η περίοδος των αγορών μετά από μια θετική έκβαση της κάθε αξιολόγησης περιορίζεται σε δύο μήνες”.
Όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν, στην αρκετά απίθανη έως εντελώς απίθανη περίπτωση να ενταχθεί η Ελλάδα στο QE το επόμενο διάστημα, τα οφέλη θα είναι ελάχιστα αφού σειρά αξιολογήσεων ακολουθούν μετά την δεύτερη, και ως γνωστόν καμία αγορά από την ΕΚΤ δεν μπορεί να διεξαχθεί κατά την διάρκεια αξιολόγησης του προγράμματος.
Και όπως φάνηκε από τις χθεσινές δηλώσεις Draghi, η ΕΚΤ δεν βιάζεται καθόλου να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμά της. Ο επικεφαλής της ΕΚΤ ήταν σαφής και έθεσε τις προϋποθέσεις για το QE πιο ξεκάθαρα και πιο επίσημα από ποτέ. Όπως έχουμε γράψει και στο παρελθόν σε αυτήν εδώ τη στήλη, και όπως υπογράμμισε και ο Draghi, όταν η ΕΚΤ μέσα από την δική της ανάλυση βιωσιμότητας, κρίνει το χρέος της χώρας βιώσιμο και κλείσει η αξιολόγηση, τότε το QE μπορεί να έλθει για την Ελλάδα.
Ωστόσο, όπως είπε, για να κριθεί το χρέος βιώσιμο δεν αρκούν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα τα οποία είναι ήδη σε ισχύ, αλλά χρειάζονται και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που τελούν υπό διαπραγμάτευση και τα οποία πρέπει να είναι σε ισχύ. «Τότε η ΕΚΤ με πλήρη ανεξαρτησία θα κάνει τη δική της αξιολόγηση και τότε θα μπορούμε να μιλήσουμε για την αγορά χρέους».
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι ουσιαστικά η ΕΚΤ κινείται στις ίδιες γραμμές με το ΔΝΤ. Ζητά και αυτή να εφαρμοστούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, και όχι απλά να συζητηθούν, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το χρέος μας είναι βιώσιμο. Αυτό όπως καταλαβαίνουμε αποκλείεται να συμβεί τώρα. Όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος ο Ντάισελμπλουμ, οι αποφάσεις για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος θα εξαρτηθούν από την ανάπτυξη, τον πληθωρισμό και την τήρηση του προγράμματος έως το β’ εξάμηνο του 2018, άρα μέχρι τότε δεν μπορεί να υπάρξει κάτι ξεκάθαρο – μόνο τότε θα ξέρουμε.
Με λίγα λόγια, ο δρόμος προς αυτό το sweetener του QE στο οποίο ήλπιζε η ελληνική κυβέρνηση γίνεται όλο και πιο δύσκολος. Τώρα ελπίζει σε μία δήλωση από το Eurogroup ότι τα μέτρα τα οποία θα νομοθετηθούν από τώρα θα ακυρωθούν αν πιαστούν οι στόχοι, και επίσης ότι θα ακουστεί ένα «κάτι» για τα μεσοπρόθεσμα, έτσι ώστε να «δικαιολογήσει» την πλήρη υποχώρηση. Ωστόσο, η εφαρμογή τους αργεί πολύ και η συζήτησή τους και μόνο, δεν θα φέρει την… Άνοιξη.
Θα ζήσουμε ακριβώς αυτό που ζήσαμε με την πρώτη αξιολόγηση. Πήγαν στο Eurogroup του Μαΐου του 2016 για την ελάφρυνση του χρέους την οποία είχαν… σημαία τους για μήνες και έφυγαν με τον… μηχανισμό προληπτικών μέτρων.
Η ελάφρυνση του χρέους ήρθε μέσω των ανούσιων βραχυπρόθεσμων μέτρων επτά μήνες μετά, τον Δεκέμβριο του 2016 (πριν παγώσει λόγω των εξαγγελιών Τσίπρα), ενώ ο κόφτης ψηφίστηκε άμεσα από τη Βουλή τον ίδιο μήνα μαζί με… τσουνάμι άλλων μέτρων. Φυσικά, η κυβέρνηση τότε πανηγύριζε ότι δεν χρειάζεται νομοθέτηση των πρόσθετων μέτρων. Όπως είχε πει, ο κόφτης υπάρχει αλλά δεν πρόκειται να ενεργοποιηθεί.
Τώρα πάλι θα πάνε μετά από μήνες καθυστερήσεων και θα συμφωνήσουν σε όλα και θα γυρίσουν να μας πουν… πανηγυρικά και πάλι, ότι «συζητήθηκε η ανάγκη για μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος» και ότι θα ψηφίσουμε τα προληπτικά μέτρα, αλλά δεν θα χρειαστεί να εφαρμοστούν ποτέ. «Όλοι όσοι περιμένουν την εφαρμογή των νέων μέτρων θα απογοητευτούν οικτρά, ούτε ένα ευρώ νέα μέτρα δεν θα εφαρμοστούν», θα μας πει ο πρωθυπουργός και θα πετάξει πάλι για Παρίσι «έκτακτα» να συναντήσει νέους επενδυτές…
Facebook Comments