Οι τοποθετήσεις του προέδρου του Εurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, στη συζήτηση για την Ελλάδα στην Ολομέλεια της Ευρωβουλής, την περασμένη Πέμπτη, στην ουσία προαναγγέλλουν ότι στη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, στις 22 Μαΐου, θα υπάρξει μια συνολική συμφωνία σε σχέση με το ελληνικό ζήτημα.

Ωστόσο, ενώ γνωρίζουμε λεπτομερώς το κόστος, δηλαδή το «λογαριασμό» που θα κληθούν να πληρώσουν οι Ελληνες πολίτες, γνωρίζουμε πολύ λίγα, αν όχι ελάχιστα, σε σχέση με το τι είναι διατεθειμένοι να δώσουν οι δανειστές σε καίρια ζητήματα που θα επηρεάσουν την οικονομία τα επόμενα χρόνια.

Αυτό δημιουργεί πολλά ερωτηματικά για τον τρόπο που διαπραγματεύθηκε η κυβέρνηση όλο αυτό το διάστημα, αλλά και τις πραγματικές προθέσεις των Ευρωπαίων σχετικά με τα θέματα της περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους και τη διάρκεια επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 3,5% μετά το 2018.

Ειδικότερα, από τις 7 Απριλίου, που επιτεύχθηκε η καταρχήν συμφωνία στο Εurogroup, στη Μάλτα, όλοι οι πολίτες γνωρίζουν ότι θα επιβαρυνθούν με δημοσιονομικά μέτρα 3,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 1,8 δισ. ευρώ θα εφαρμοστούν το 2019 (περικοπή συντάξεων) και τα υπόλοιπα το 2020 (μείωση αφορολογήτου). Μάλιστα, ο κ. Ντάισελμπλουμ φρόντισε την Πέμπτη να καταστήσει σαφές πως αν η Ελλάδα δεν πιάσει το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, τότε η μείωση του αφορολογήτου θα επισπευσθεί και θα γίνει και αυτή το 2019.

Τα παραπάνω μέτρα αποφασίστηκαν ενώ ο πρωθυπουργός λίγες εβδομάδες νωρίτερα διαβεβαίωνε ότι δεν θα υπάρξει ούτε ένα ευρώ επιβάρυνση για τους πολίτες.

Ξέρουμε επίσης ότι στα εργασιακά οι Ελληνες δεν πήραν τίποτα, αφού οι συλλογικές συμβάσεις δεν επανέρχονται, όπως ζητούσε η κυβέρνηση, η οποία μας «πουλάει» ως επιτυχία την υπόσχεση ότι αυτό μπορεί να γίνει στο τέλος του προγράμματος το καλοκαίρι του 2018.

Σε σχέση με τις υποχρεώσεις των δανειστών, στο μείζον θέμα που είναι η περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, είναι βέβαιο ότι δεν θα εφαρμοστούν τώρα νέα μέτρα. Το περισσότερο που θα μπορούσαν να δώσουν οι Ευρωπαίοι είναι κάποιες διευκρινίσεις προς το ΔΝΤ για λήψη μέτρων μετά τη λήξη του προγράμματος. Είναι προφανές ότι αυτό δεν επιλύει το μείζον ζήτημα της διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους ούτε αλλάζει τα δεδομένα για τη χώρα στις αγορές. Και ο λόγος είναι απλός, όσες υποσχέσεις κι αν δοθούν κανένας δεν είναι σε θέση να διαβεβαιώσει ότι έπειτα από ένα χρόνο, δηλαδή με τη λήξη του προγράμματος, θα υπάρξουν συγκεκριμένες αποφάσεις. Και δεν μπορεί γιατί κανείς δεν γνωρίζει τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που θα επικρατούν εκείνη την εποχή.

Για παράδειγμα, η υιοθέτηση ενός πακέτου ελάφρυνσης του χρέους, μέσω επιμηκύνσεων των περιόδων αποπληρωμής, μετατροπής των σημερινών κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά, επιστροφής των κερδών της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών που έχουν ελληνικά ομόλογα, εξαγοράς από την Ευρώπη των δανείων του ΔΝΤ, απαιτεί ομοφωνία όλων των χωρών της ευρωζώνης. Ποιος εγγυάται ότι δεν θα βρεθεί μια κυβέρνηση να πει «όχι» για δικούς της λόγους, πιθανότατα και εσωτερικής πολιτικής.

Στο άλλο μεγάλο ζήτημα επίσης δεν υπάρχει σήμερα απάντηση, μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Πρόκειται για τον καθορισμό της διάρκειας κατά την οποία η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%. Η σημερινή κυβέρνηση υποθηκεύει και την επόμενη, κάτι που δεν είναι πρωτόγνωρο στη λογική ότι τα κράτη έχουν συνέχεια και εδώ δεσμεύεται η Ελλάδα, αφού οι κυβερνήσεις έρχονται και φεύγουν. Το επιλήψιμο για την κυβέρνηση είναι ότι, ενώ συμφώνησε στα μέτρα που θα πάρει, δεν γνωρίζει την τελική στάση των Ευρωπαίων σε ένα ζήτημα εξίσου κρίσιμο με αυτό του χρέους.

Και είναι κρίσιμο γιατί πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ δεν μπορούν να επιτευχθούν για μεγάλο διάστημα, δεν υπάρχει κανένα ιστορικό προηγούμενο. Το περισσότερο που θα πρέπει να δεχθεί η κυβέρνηση πρέπει να είναι 3 χρόνια, δηλαδή μέχρι το τέλος του 2021, οτιδήποτε περισσότερο θα πρέπει να θεωρείται εντελώς ανέφικτο. Και στην περίπτωση αυτή οποιαδήποτε απόκλιση θα την πληρώνουν οι πολίτες με περικοπές συντάξεων, μισθών στο Δημόσιο και φορολογικές επιβαρύνσεις. Το Βερολίνο είχε ξεκινήσει ζητώντας 10 χρόνια για καθαρά διαπραγματευτικούς λόγους, προφανώς για να πετύχει τα 5 χρόνια. Ο κ. Ντάισελμπλουμ την Πέμπτη στην Ευρωβουλή διαβεβαίωσε ότι δεν θα είναι 10 χρόνια (μας κάνει και… χάρη δηλαδή), αλλά δεν άνοιξε τα χαρτιά του, ωστόσο στις Βρυξέλλες βλέπουν την πενταετία, κάτι εντελώς απαγορευτικό για την ελληνική οικονομία.

Από εκεί και πέρα δεν γνωρίζουμε επίσης πότε θα μπούμε στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ, μια επίσης πολύ σημαντική παράμετρο για την οικονομία. Κι αυτό όχι λόγω του ποσού που θα διαθέσει η ΕΚΤ αγοράζοντας κρατικά και εταιρικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά, αλλά επειδή αγοράζοντας στέλνει μήνυμα εμπιστοσύνης για την οικονομία στους επενδυτές και τις αγορές.

Ο Μάριο Ντράγκι αναμένει πρώτα τις αποφάσεις του Εurogroup για το ελληνικό χρέος, ώστε να κάνει εισήγηση στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ για την επιλεξιμότητα των ομολόγων. Το θετικό στοιχείο είναι ότι το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος του έτους, ενώ στην καλύτερη περίπτωση η Ελλάδα θα ενταχθεί στο τέλος Ιουλίου, ωστόσο δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα.

Facebook Comments