Η δήλωση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην ΔΕΘ ότι «Προχωρούμε στην ουσιαστική και ολόπλευρη αποκομματικοποίηση του κράτους. Κόβουμε τον ομφάλιο λώρο των μετακλητών υπαλλήλων. Σήμερα ο κάθε υπουργός έχει μια στρατιά μετακλητών που σε κάθε ανασχηματισμό τον παίρνει μαζί του. Αυτό θα τελειώσει» έχει την αυτονόητη σημασία της. Την χαιρετίζω όπως θα έκανα και με μια αντίστοιχη δήλωση του Πρωθυπουργού.

Το πρόβλημα, όμως, με τις δηλώσεις είναι ότι, πολύ συχνά, δεν συνοδεύονται από πράξεις. Εάν ανατρέξει κανείς στις προγραμματικές δηλώσεις του κ. Τσίπρα ως πρωθυπουργού θα διαπιστώσει ότι, και τότε, έκανε αναφορές για την ανάγκη κατάργησης των μετακλητών.  Η συμμαχία των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κυβέρνησε ικανό χρόνο και το δείγμα γραφής της στο συγκεκριμένο θέμα ήταν αρνητικό. Οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ είχαν τις ίδιες στρατιές μετακλητών τις οποίες καυτηριάζει τώρα ο κ. Τσίπρας. Μάλιστα, σε κοινοβουλευτικούς ελέγχους της αντιπολίτευσης για την συνεχή αύξηση του αριθμού τους, οι υπουργοί αρνούνταν συστηματικά την ύπαρξή τους.

Οι μετακλητοί συνέχισαν να αυξάνονται και με την παρούσα κυβέρνηση, δείχνοντας ότι αποτελούν κρίσιμο μέγεθος για την διακυβέρνηση.

Πως, όμως, οι μετακλητοί απέκτησαν τόση δύναμη;

Οι μετακλητοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι που επιλέγονται από τους Υπουργούς- και όχι μόνον- δουλεύουν γι’ αυτούς, ενώ απολαμβάνουν του μισθού και των λοιπών προνομίων των «κανονικών» δημοσίων υπαλλήλων και μετακινούνται μαζί μ’ αυτούς.

Αποτελούν μια σαφέστατη ένδειξη ότι η διακυβέρνηση ασκείται στο όνομα των προσωρινών κατόχων της εξουσίας, των υπουργών. Ούτε στο όνομα του κράτους δικαίου ούτε στο όνομα της «αξιότητας εκάστου», για να θυμηθούμε το Σύνταγμα της Επιδαύρου που οραματιζόταν ότι, μόνη αυτή,  θα ήταν ο «δοτήρ των κρατικών αξιωμάτων».

Πριν από τρεις δεκαετίες έγινε μια προσπάθεια οριοθέτησης των μετακλητών οι οποίοι, μέχρι τότε, αποτελούσαν μια ομάδα ατάκτων που εφορμούσε στα «λάφυρα» της εξουσίας μέσω των υπουργών που καταλάμβαναν τους κυβερνητικούς θώκους. Εκείνη η προσπάθεια συνίστατο στο να οριοθετήσει τους μετακλητούς, μετατρέποντάς τους σε δημοσίους υπαλλήλους που θα υπηρετούσαν στα «πολιτικά γραφεία» των Υπουργών. Αντί, όμως, να ελεγχθεί η κατάσταση, στα επόμενα χρόνια ξέφυγε εντελώς. Τριάντα χρόνια, μετά από την προσπάθεια εκείνη, ο αριθμός των μετακλητών αυξάνεται σταθερά. Το ίδιο και η καταρράκωση της αξιοκρατίας και η απαξίωση των στελεχών της δημόσιας διοίκησης.

Αντίστοιχες ομάδες πραιτωριανών υπήρχαν και σε άλλες δυτικές δημοκρατίες, πλην όμως η κοινωνική εγρήγορση και η διοικητική χειραφέτηση έβαλαν τέλος, πολλές δεκαετίες πριν, στο επαίσχυντο αυτό φαινόμενο.

Η μόνιμη επίκληση των ελληνικών κυβερνήσεων στις αιτιάσεις των μεταρρυθμιστών για την μη κατάργηση του σώματος των μετακλητών είναι ότι κάθε υπουργός (διάβαζε, επίσης: Υφυπουργός, αναπληρωτής υπουργός, γενικός, ειδικός γραμματέας, δήμαρχος, αντιδήμαρχος, περιφερειάρχης, αντιπεριφερειάρχες) έχει ανάγκη από τους «δικούς του» ανθρώπους που μπορεί να εμπιστευτεί. Προφανώς δεν μπορεί να εμπιστευτεί τους 700.000 δημοσίους υπαλλήλους, την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία τους.

Προφανώς, επίσης, η διαπροσωπική εμπιστοσύνη είναι ισχυρότερη από την πίστη στους θεσμούς, κι αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στο οποίο παραπέμπει το σώμα των μετακλητών. Η ανολοκλήρωτη θεσμική και οργανωτική συγκρότηση του κράτους μας είναι εκείνη που δίνει έδαφος σε φαινόμενα που ανήκουν σε αυταρχικές διακυβερνήσεις και σε προσωποπαγή συστήματα άσκησης εξουσίας.

Όποια, λοιπόν, κυβέρνηση, προχωρήσει στην άνευ όρων κατάργηση των μετακλητών θα έχει εισφέρει, σημαντικά, στην ολοκλήρωση της ελληνικής δημοκρατίας. Η κατάργησή τους θα σημάνει την αλλαγή σελίδας σ’ ένα πελατοκεντρικό και αναξιοκρατικό μοντέλο διακυβέρνησης.

Τότε θα έχει συντελεστεί ένα μεγάλο βήμα για την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση της χώρας, αφήνοντας πίσω μας τις οσμανλίδικες παραδόσεις και συνήθειες μας.      

Facebook Comments