Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιβεβαίωσε τον τερματισμό των καθαρών αγορών ομολόγων το τρίτο τρίμηνο του 2022 και τη σταδιακή πορεία ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής τους επόμενους μήνες.

Ενώ δήλωσε έτοιμη εάν η κατάσταση το απαιτήσει να σχεδιάσει ένα νέο εργαλείο για να διασφαλίσει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε ολόκληρη την ευρωζώνη, όπως το έκανε με το PEPP πριν δύο χρόνια, ωστόσο κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά πρόωρο. Σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές, αυτό σημαίνει ότι η πρώτη αύξηση των επιτοκίων είναι πολύ πιθανό να έλθει τον Σεπτέμβριο, με το τέλος των αρνητικών επιτοκίων να μπαίνει εντός του 2022.

Ο ρυθμός μείωσης των καθαρών αγορών περιουσιακών στοιχείων παρέμεινε αμετάβλητος στα 40 δισ. ευρώ τον Απρίλιο, 30 δισ. ευρώ τον Μάιο και 20 δισ. ευρώ τον Ιούνιο, αλλά η ανακοίνωση για τον τερματισμό των καθαρών αγορών περιουσιακών στοιχείων το τρίτο τρίμηνο ήταν ελαφρώς πιο ισχυρή από ό,τι στην συνεδρίαση του Μαρτίου. Όπως τόνισε η Κριστίν Λαγκάρντ «κρίναμε ότι τα εισερχόμενα δεδομένα από την τελευταία μας συνεδρίαση ενισχύουν την προσδοκία μας ότι οι καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων (APP) θα πρέπει να ολοκληρωθούν το τρίτο τρίμηνο». Εξήγησε πως στην συνεδρίαση του Ιουνίου θα αποφασιστεί ποιον μήνα του τρίτου τριμήνου θα λήξει το APP.

Όπως σημειώνει η ING θεωρείται απίθανο πλέον να μην τελειώσει η ποσοτική χαλάρωση το καλοκαίρι, και θα απαιτούσε μια σοβαρή ύφεση ή μια απότομη πτώση των προβλέψεων για τον πληθωρισμό για να μην σταματήσει η ΕΚΤ τις καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων.

Σε ότι αφορά τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, η ΕΚΤ επανέλαβε ότι οι αυξήσεις επιτοκίων θα ακολουθήσουν «κάποια στιγμή μετά» το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης, που σημαίνει ότι μπορεί να πραγματοποιηθούν από μία εβδομάδα μετά ή και μήνες μετά, δηλαδή από το τρίτο με τέταρτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους ή και πολύ αργότερα, το 2023. Οι αγορές πάντως αποτιμούν αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ στο μηδέν από το -0,5% σήμερα, έως τα τέλη του 2022, και στο 1,5% ίλεως τα τέλη του 2023.

Με έναν άλλο γύρο μακροοικονομικών εκτιμήσεων να αναμένονται τον Ιούνιο από την ΕΚΤ και έχοντας υπόψη ότι σε αυτούς τους καιρούς υψηλής αβεβαιότητας η κεντρική τράπεζα θα προσπαθεί πάντα να συνδέει κρίσιμες αποφάσεις με νέες μακροοικονομικές προβλέψεις, αναμένεται να σταματήσει τις καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων τον Ιούλιο και να αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια τον Σεπτέμβριο, εκτιμά η ING. Η ΕΚΤ σίγουρα δεν θα βιαστεί όσον αφορά την εξομάλυνση της πολιτικής σε σχέση με  άλλες κεντρικές τράπεζες. «Θα είναι ομαλοποίηση με ρυθμό σαλιγκαριού», σημειώνει χαρακτηριστικά η ολλανδική τράπεζα.

«Καθώς η ΕΚΤ ενδιαφέρεται περισσότερο για τις προοπτικές του πληθωρισμού παρά για την ανάπτυξη, θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί το τρέχον παράθυρο ευκαιρίας για να εξομαλύνει τη νομισματική πολιτική. Οι νέες μακροοικονομικές προβλέψεις της που θα δημοσιευτούν τον Ιούνιο αναμένεται να παρέχουν κάλυψη στην ΕΚΤ για τον τερματισμό του QE τον Ιούλιο, ανοίγοντας την πόρτα σε μια αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης τον Σεπτέμβριο», επισημαίνει από την πλευρά της η PIMCO.

Η δήλωση της ΕΚΤ δείχνει ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αναμένουν να τερματίσουν τις καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων τους νωρίς το τρίτο τρίμηνο και να αυξήσουν τα επιτόκια αμέσως μετά από αυτό, σημειώνει η Capital Economics. Καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις εξακολουθούν να αυξάνονται, ο οίκος πιστεύει ότι θα αυξήσει το επιτόκιο καταθέσεων νωρίτερα, ταχύτερα και περισσότερο από ό,τι αναμένει η αγορά. «Επιμένουμε στην άποψή μας ότι η ΕΚΤ θα πραγματοποιήσει τρεις αυξήσεις επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης φέτος, για να φέρει το επιτόκιο καταθέσεων σε θετικό έδαφος, ακολουθούμενες από άλλες πέντε αυξήσεις το επόμενο έτος. Αυτό σημαίνει ότι το επιτόκιο καταθέσεων θα αυξηθεί στο 1,5% στο τέλος του 2023, το οποίο είναι πολύ υψηλότερο από ό,τι αναμένουν οι οικονομολόγοι και οριακά υψηλότερο από ό,τι τιμολογούν οι αγορές», τονίζει η Capital Economics.

Η έναρξη του κύκλου αύξησης των επιτοκίων στο β’ εξάμηνο του 2022 είναι μια επιλογή για την ΕΚΤ, σύμφωνα για την Barclays, η οποία εμφανίζεται πιο… αισιόδοξη, εκτιμώντας πως η πρώτη αύξηση θα έλθει το 2023.

Όπως επισημαίνει η βρετανική τράπεζα, μια αύξηση πριν από τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου είναι απίθανη ακόμη και αν η ΕΚΤ τερματίσει το QE τον Ιούνιο. Μολονότι η Λαγκάρντ δήλωσε ότι η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να συμβεί «μια εβδομάδα ή αρκετούς μήνες μετά» το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης, η Barclays πιστεύει ότι μια αύξηση τον Ιούλιο δεν θα έδειχνε σταδιακό ρυθμό (gradualism), μία από τις τρεις αρχές της ΕΚΤ, στη διαδικασία εξομάλυνσης της πολιτικής.

Μια αύξηση στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου θα συνέβαινε μόνο εάν η ανάπτυξη είναι σύμφωνη με τις τρέχουσες βασικές οικονομικές προβλέψεις (δηλαδή, αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ 1,0% σε τριμηνιαία βάση το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο) ή εάν αλλάξουν σημαντικά οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό. Κατά την Barclays, ένα τέτοιο σενάριο έχει πολύ χαμηλές πιθανότητες.

Μια πρώτη αύξηση θα σημειωθεί στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου εάν οι προοπτικές ανάπτυξης είναι λιγότερο ευνοϊκές από ό,τι προβλέπει σήμερα η ΕΚΤ και πιο κοντά στην τάση (περίπου 0,3% σε τριμηνιαία βάση) και, πάλι, εάν αλλάξουν σημαντικά οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό.

Μια πρώτη αύξηση το 2023, που είναι η τρέχουσα πρόβλεψη της Barclays, θα συμβεί εάν η οικονομία της ευρωζώνης βρεθεί σε στασιμοπληθωρισμό στο πρώτο εξάμηνο του έτους, όπως προβλέπει, και ο κίνδυνος ύφεσης γίνει αξιοσημείωτος, όπως θα μπορούσε να υποδηλωθεί από την πτώση των δεικτών PMI κάτω από το 50, την πτώση των μηνιαίων στοιχείων της βιομηχανικής παραγωγής σε αρνητικό έδαφος και εάν οι σφιχτές συνθήκες της αγοράς εργασίας γίνουν λιγότερο έντονες. Σε αυτό το περιβάλλον, η πρώτη αύξηση των επιτοκίων θα έρθει μερικούς μήνες μετά το τέλος του QE.

Παράλληλα, αν και δεν επιβεβαίωσε τα δημοσιεύματα που ήθελαν την ΕΚΤ να εξετάζει ήδη ένα νέο εργαλείο αντιμετώπισης κρίσεων, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις των δημοσιογράφων η Λαγκάρντ τόνισε ότι η αρχή της ευελιξίας από το τρίπτυχο «της ευχέρειας επιλογής, της σταδιακής αλλαγής και της ευελιξίας» (optionality, gradualism and flexibility) όταν εφαρμόστηκε πριν δύο χρόνια με το ξέσπασμα της πανδημίας ( δηλαδή το έκτακτο πρόγραμμα PEPP) βοήθησε σημαντικά την ευρωζώνη.

Στην απόφαση νομισματικής πολιτικής της κεντρικής τράπεζας σημειώθηκε πως «είμαστε έτοιμοι να προσαρμόσουμε όλα τα εργαλεία μας στο πλαίσιο της εντολής μας, ενσωματώνοντας ευελιξία, εάν απαιτηθεί, για να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί στο στόχο μας του 2% μεσοπρόθεσμα». Η Κριστίν Λαγκάρντ εξήγησε πως η ΕΚΤ μπορεί να κάνει αυτό που έκανε δύο χρόνια πριν, μπορεί να σχεδιάσει οποιαδήποτε πρόσθετο εργαλείο ώστε να παραδώσει την ευελιξία που χρειάζεται , προσθέτοντας πάντως πως το πρόγραμμα τομών επανεπενδύσεων του PEPP αφορά την αρχή της ευελιξίας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αντιμετωπίσει πιθανό κατακερματισμό της αγοράς. «Συνεχώς προσπαθούμε να βελτιώσουμε την εργαλειοθήκη μας» σημείωσε, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι αυτή τη στιγμή η ΕΚΤ δεν βρίσκεται στη διαδικασία σχεδιασμού ή απόφασης εφαρμογής ενός νέου εργαλείου και πως κάτι τέτοιο είναι πολύ πρόωρο.

Facebook Comments