Η ταχεία πλέον ομαλοποίηση της πολιτικής της EKT την οποία και επιβάλλει το πληθωριστικό σοκ που βαθαίνει στην Ευρωζώνη, έχει σημαντικό αντίκτυπο για την Ελλάδα καθώς αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο τους όρους πρόσβασης στις αγορές.

Με την αύξηση των επιτοκίων να οδηγεί σε όλο και υψηλότερες αποδόσεις στα κρατικά ομόλογα και να υπονομεύει τον ρυθμό μείωσης του ελληνικού χρέους με το μέσο σταθμικό κόστος του ανεξόφλητου χρέους να αυξάνεται. Αυτό θα έχει αντίκτυπο και στο κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων αλλά και στο πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας.

Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, έδωσε την περασμένη εβδομάδα το πλέον ισχυρό σήμα για αύξηση των επιτοκίων των Ιούλιο έδωσε η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, ακολουθώντας ανάλογες δηλώσεις όλο και περισσότερων υπευθύνων χάραξης πολιτικής τις τελευταίες ημέρες οι οποίοι διαμηνύουν ότι η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής θα υλοποιηθεί εντός του τρίτου τριμήνου, έπειτα από τη νέα εκτόξευση του πληθωρισμού της Ευρωζώνης στο 7,5% τον περασμένο μήνα. Σημειώνεται πως στην Ελλάδα άγγιξε το 10,2%, το υψηλότερο επίπεδο από το 1995 και πολύ πριν υιοθετήσει η χώρα στο ευρώ.

«Η προσδοκία μου είναι ότι θα ολοκληρωθούν στις αρχές του τρίτου τριμήνου», δήλωσε η Λαγκάρντ, αναφερόμενη στις αγορές ομολόγων, σε συνέδριο στην πρωτεύουσα της Σλοβενίας. «Η πρώτη αύξηση των επιτοκίων, σύμφωνα με την κατεύθυνση πολιτικής της ΕΚΤ για τα επιτόκια, θα πραγματοποιηθεί λίγο καιρό μετά το τέλος των καθαρών αγορών στοιχείων ενεργητικού και αυτό θα μπορούσε να σημαίνει μια περίοδο μόνο μερικών εβδομάδων», πρόσθεσε. Αυτή η δήλωση της Λαγκάρντ θεωρείται λίγο πιο επιθετική σε σχέση με τις δηλώσεις της κατά την πρόσφατη συνεδρίαση της ΕΚΤ όπου είχε τονίσει πως «οι αυξήσεις επιτοκίων θα ακολουθήσουν λίγο μετά το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης, που σημαίνει ότι μπορεί να πραγματοποιηθούν από μία εβδομάδα μετά ή και μήνες μετά», δηλαδή από το τρίτο με τέταρτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους ή και πολύ αργότερα, το 2023.

Ο Φρανκ Έλντερσον, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, δήλωσε επίσης ότι η ΕΚΤ ενδέχεται να εξετάσει το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων τον Ιούλιο, μια κίνηση που έχει υποστηρίξει, μεταξύ άλλων, και ο πρόεδρος της Bundesbank, Γιόακιμ Νάγκελ. Ανάλογο μήνυμα έδωσε και η Ιζαμπελ Σνάμπελ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, υποδηλώνοντας πως η ΕΚΤ αναμένεται να προχωρήσει και σε άλλες αυξήσεις των επιτοκίων μετά το καλοκαίρι. Και ο Ντε Γκίντος δήλωσε πως η ΕΚΤ πρέπει να ομαλοποιήσει την πολιτική της «νωρίτερα παρά αργότερα».

Βέβαια, η άνοδος του πληθωρισμού εκτός του ότι σπρώχνει την ΕΚΤ προς την ομαλοποίηση και έχει αρνητικές συνέπειες για τα κόστη εξυπηρέτησης του χρέους των κυβερνήσεων – καθώς αυξάνονται επιτόκια και αποδόσεις των ομολόγων – έχει και το όφελος του ότι διαβρώνει την πραγματική αξία του δημόσιου χρέους. Όπως εξηγεί η Capital Economics, ο υψηλότερος πληθωρισμός, ενισχύοντας το ονομαστικό ΑΕΠ, προκαλεί… μαθηματικά πτώση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ. Ο αποπληθωριστής του ονομαστικού ΑΕΠ αυξάνεται λιγότερο από τον πληθωρισμό στις περισσότερες χώρες, ειδικά στην Ευρώπη. Δεύτερον, μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερο κρατικό δανεισμό, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός (τουλάχιστον αρχικά), τείνει να ενισχύει τα φορολογικά έσοδα περισσότερο από τις δημόσιες δαπάνες. Ωστόσο, όπως τονίζει, το δεύτερο σημείο είναι απίθανο να παραμείνει για πολύ, καθώς αυξάνεται ο αντίκτυπος του υψηλότερου πληθωρισμού στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Με το στοιχείο της «έκπληξης» του πληθωρισμού να εξασθενεί, οι αυξανόμενες προσδοκίες για τον πληθωρισμό ανεβάζουν τις ονομαστικές αποδόσεις των ομολόγων. Και οι πραγματικές αποδόσεις των ομολόγων αυξάνονται καθώς οι κεντρικές τράπεζες «ανεβάζουν» τα επιτόκια ως απάντηση στον υψηλότερο πληθωρισμό.

Οι αναλυτές υπογραμμίζουν τη σημαντική πρόκληση που θέτει αυτό το νέο περιβάλλον για την Ελλάδα. Η Morgan Stanley σημείωσε ότι η άνοδος των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων που προκαλεί η ομαλοποίηση της πολιτικής της ΕΚΤ, αυξάνει τους κινδύνους για την Ελλάδα. Η ελληνική οικονομία στηρίχθηκε από τη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής και σε μεγάλο βαθμό από τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ καθώς συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα PEPP, γεγονός που οδήγησε σε απότομη μείωση των ελληνικών επιτοκίων τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτό, με τη σειρά του, στήριξε τις επενδύσεις και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα της χώρας, όπως τόνισε η Morgan Stanley. «Αρκετοί παράγοντες έχουν ωστόσο πρόσφατα οδηγήσει σε αύξηση των αποδόσεων, η οποία αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για τη χώρα», σημείωσε. Αυτοί είναι το τέλος του PEPP – με την Ελλάδα να μην περιλαμβάνεται στο κλασσικό QE- και η πρόσφατη «επιθετική» στροφή της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.

Από την πλευρά του και ο οίκος αξιολόγησης DBRS υπογράμμισε πως η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ προσθέτει πίεση στο κόστος δανεισμού του της Ελλάδας και εγείρει ερωτήματα σχετικά με το πόσο υπερχρεωμένες χώρες όπως αυτή, μπορούν να διατηρήσουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους τους. Κατά την DBRS, η δημοσιονομική πειθαρχία και η διατήρηση της ανάπτυξης, αποτελούν τα “κλειδιά” για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

Facebook Comments