Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας με τη Τουρκία, είναι πολλά, δύσκολα και διαχρονικά.

Η επίλυσή τους απαιτεί τολμηρές κινήσεις και άλματα αμοιβαίας εμπιστοσύνης τέτοια, που οι αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες αλλά και οι ίδιοι οι υπουργοί εξωτερικών αμφοτέρων των χωρών δικαιολογημένα δεν θα μπορούσαν να κάνουν. Η ευθύνη άλλωστε να αναλάβει κάποιος την πρωτοβουλία να δώσει λύση σε τόσο σοβαρά προβλήματα είναι τόσο μεγάλη, που οι περισσότεροι προτιμούν να τα αφήνουν να λιμνάζουν, αφήνοντάς τα για την επόμενη κυβέρνηση.

Η τουρκική ηγεσία, ενδεχομένως ύστερα από προτροπή του κορυφαίου συμβούλου του Τούρκου προέδρου σε διεθνή θέματα, Ιμπραήμ Καλίν, ενός ανθρώπου ιδιαίτερα οξυδερκή, διορατικού και ταυτόχρονα μετριοπαθή, που χαίρει μεγάλης εμπιστοσύνης από τον Τούρκο πρόεδρο, αντιλαμβανόμενη το διαιωνιζόμενο αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει οι διμερείς μας σχέσεις, επεδίωξε την άτυπη συνάντηση των δυο ηγετών τον περασμένο Μάρτιο στην Κωνσταντινούπολη. Σκοπίμως, και πολύ σωστά, δεν υπήρχε προκαθορισμένη ατζέντα, ούτε ασφαλώς τηρήθηκαν πρακτικά αφού επρόκειτο για άτυπη, αλλά πολύ ουσιαστική συνάντηση. Η τήρηση πρακτικών άλλωστε, δημιουργεί δεσμεύσεις και αυτές με τη σειρά τους δημιουργούν ένα περιβάλλον ευθυνοφοβίας σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά.

Η σχετικά πρόσφατη αυτή συνάντηση άνοιξε ένα παράθυρο αισιοδοξίας το οποίο δυστυχώς έκλεισε πολύ γρήγορα. Αμέσως μετά την επίσκεψη του πρωθυπουργού μας στην Ουάσιγκτον και την ομιλία του στο Κογκρέσο, η τουρκική πλευρά άλλαξε απότομα στάση. Ο δε τούρκος πρόεδρος συμπεριφέρθηκε ως εξαπατημένος εταίρος, εγκαταλείποντας τη διπλωματική γλώσσα, φτάνοντας μάλιστα κάποιες φορές στα όρια της απρέπειας. Είναι δε πλέον τέτοιο το έλλειμμα εμπιστοσύνης προς τη χώρα μας, που πρακτικά ανακοινώθηκε από την Τουρκία το πάγωμα των διμερών μας σχέσεων ενώ ξεκίνησαν οι κάθε λογής παραβιάσεις.

Η αλήθεια είναι ότι δε θα μάθουμε ποτέ αν στη συνάντηση αυτή υπήρξε κάποιου είδους άτυπη συμφωνία που δεν τηρήθηκε σε έστω ένα από τα προβλήματα που απασχολούν τις δύο πλευρές. Αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουν μόνο οι δυο ηγέτες και οι στενοί τους συνεργάτες. Το μόνο που γνωρίζουμε προς το παρόν είναι ότι σύμφωνα με τον τούρκο πρόεδρο, είχε συμφωνηθεί τα προβλήματα των δύο πλευρών να συζητούνται σε διμερές επίπεδο.

Αυτό ωστόσο που οφείλουν να γνωρίζουν όλοι όσοι ασχολούνται με το χειρισμό ευαίσθητων θεμάτων στο πλαίσιο άσκησης εξωτερικής πολιτικής, είναι ότι οι διεθνείς σχέσεις διέπονται από μια απλή βασική αρχή: τη συνεπειοκρατία. Το διεθνές δίκαιο συχνά προβάλλεται από τις ηγεσίες ως το ηθικό αντιστήριγμα των πολιτικών αποφάσεων που λαμβάνονται, πάντοτε όμως αυτό που αξιολογείται είναι οι επιπτώσεις που είναι δυνατό να έχουν οι εκάστοτε πολιτικές αποφάσεις. Αυτό ασφαλώς το γνωρίζει πολύ καλά και ο Τούρκος πρόεδρος, ο οποίος επέλεξε να κρατήσει τη στάση του επιτήδειου ουδέτερου στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο.

Η χώρα μας, παρ’ όλα αυτά, οφείλει να έχει συνεχώς υπόψη της ότι η Τουρκία θα είναι για πάντα δίπλα μας. Και μέχρι στιγμής, έχει την τύχη να έχει δίπλα στον τούρκο πρόεδρο, ένα σύμβουλο επί διεθνών θεμάτων που τον εμπιστεύεται όσο κανένα άλλο, μετριοπαθή, συνεννοήσιμο που αναζητεί λύσεις στα προβλήματα. Αυτό φάνηκε άλλωστε και από την πρωτοβουλία του να γίνουν σε τουρκικό έδαφος οι σχετικά πρόσφατες συνομιλίες μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών για να δοθεί τέλος στον πόλεμο. Εμείς ως χώρα, οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε την Τουρκία ως ένα ορθολογικό, επί του παρόντος, παίκτη που δεν θα αποτολμήσει κάποια ευθέως εχθρική ενέργεια, αν πρώτα έχει πειστεί ότι αυτό δεν τη συμφέρει.

Τρεις είναι οι συνιστώσες που θα την πείσουν: η αμυντική μας ικανότητα, η ενεργητική μας διπλωματία και τα κοινά συμφέροντα που θα πρέπει να αναπτύξουμε. Όλα αυτά προφανώς απαιτούν χρόνο, για αυτό ακριβώς είναι ουσιώδους σημασίας να ξανανοίξουν οι δίαυλοι επικοινωνίας. Ευήκοα ώτα ευτυχώς υπάρχουν ακόμα στην άλλη πλευρά, επομένως η επιδίωξη μιας επαναπροσέγγισης με δική μας πρωτοβουλία αυτή τη φορά, όταν οι συνθήκες ωριμάσουν, μόνο οφέλη μπορεί να έχει και για τα δύο μέρη.

Απώτερος σκοπός είναι κάποια στιγμή να φτάσουμε σε ένα επίπεδο διμερών σχέσεων τέτοιο, που τα Rafale και τα F35 που καλώς θα αποκτήσουμε, να χρησιμοποιούνται κυρίως για αεροπορικές επιδείξεις και όχι για αναχαιτίσεις.

Facebook Comments