Η διακρατική πλευρά της πολιτικής εν γένει, δεν έχει διερευνηθεί εκτενώς.  Ωστόσο, μια πρόσφατη μελέτη κάνει αναφορά στην αντιπροσώπευση της διασποράς από τους πολιτικούς θεσμούς της γενέτειρας πατρίδας σε συνάρτηση με το δικαίωμα ψήφου.

Η Ελλάδα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μελέτης καθώς η πρόσφατη ανακοίνωση των εθνικών εκλογών που θα πραγματοποιηθούν στις 21 Μαΐου, έβαλε όλα τα πολιτικά κόμματα σε προεκλογική εγρήγορση, συμπεριλαμβανομένων και των παραρτημάτων της ελληνικής διασποράς.

Η πρόσφατη νομοθεσία παρέχει στα μέλη της ελληνικής διασποράς που τηρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις, το δικαίωμα ψήφου από τον τόπο κατοικίας τους στο εξωτερικό.  Ο νόμος προβλέπει την εκλογή τριών βουλευτών από την ελληνική διασπορά μέσα από το ψηφοδέλτιο Επικρατείας, δημιουργώντας έτσι μια ενεργοποίηση τόσο των μελλοντικών υποψηφίων βουλευτών όσο και των διακρατικών κομματικών αντιπροσώπων, να εκπροσωπήσουν τους μετανάστες και να τους/τις κερδίσουν ως ψηφοφόρους.

Παρόλα αυτά, η προσπάθεια έπεσε στο κενό προς απογοήτευση των αξιωματούχων που εκτίμησαν ότι περίπου 300.000 πολίτες με εκλογικά δικαιώματα που ζούσαν εκτός της χώρας θα έπρεπε να έχουν λόγο στις ερχόμενες εκλογές. Πράγματι, από τον πολύ χαμηλό  αριθμό των 27.579 συνολικά αιτήσεων, οι 19.887 είχαν γίνει δεκτές μέχρι την Μεγάλη Δευτέρα, ενώ ένας μικρός αριθμός περίπου 3.012 αιτήσεων είναι ακόμα υπό αξιολόγηση. H εξήγηση γι’ αυτό αποδόθηκε στα αυστηρά κριτήρια εγγραφής που επιβλήθηκαν από το Ελληνικό Κοινοβούλιο και στην πολυπλοκότητα της ηλεκτρονικής αίτησης – όχι στην αδιαφορία της διασποράς.  Αυτή όμως είναι μια βολική εξήγηση για τους υποστηρικτές της νομοθεσίας και υπάρχει ανάγκη για μια ολοκληρωμένη ανάλυση βάσει των σχετικών δεδομένων.

Συγκεκριμένα, σε ότι αφορά την τελευταία εξέλιξη, η παραπομπή στο λεγόμενο πρόβλημα του εντολέα-εντολοδόχου σηματοδοτεί ένα μείζον πρόβλημα καθώς οι τρεις βουλευτές  ως  αντιπρόσωποι (και εντολοδόχοι) που προφανώς θα εκλεγούν από έναν μικρό αριθμό ψηφοφόρων θα εκπροσωπούν μια ελληνική διασπορά (ο εντολέας) που σύμφωνα με τα στοιχεία είναι περίπου 4 εκατομμύρια. Με άλλα λόγια, οι 19.887  ψηφοφόροι της ελληνικής διασποράς δεν πρέπει να είναι η φωνή της με κανέναν τρόπο, σχήμα ή μορφή, και κατά συνέπεια τα παραρτήματα των ελληνικών πολιτικών κομμάτων δεν πρέπει να προσποιούνται ότι εκπροσωπούν τα συμφέροντά της.  Η διαπραγμάτευση μιας λύσης είναι άκρως απαραίτητη με δεδομένο ότι οι  τρεις βουλευτές θα είναι από διαφορετικά πολιτικά κόμματα και θα εκφράζουν διαφορετικές πολιτικές γραμμές για την διασπορά.

Αυτή η εξέλιξη θα πρέπει επίσης να προβληματίσει καθώς μία ακόμη πρωτοβουλία για να φέρει την Ελλάδα πιο κοντά στη διασπορά, φαίνεται τελικά να μην φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα: το ίδιο συνέβη και με την προσπάθεια με το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού, που ιδρύθηκε ως όργανο συνεργασίας και διαλόγου της Διασποράς με την Ελληνική Πολιτεία προκειμένου να εκφραστούν οι επιθυμίες και οι φιλοδοξίες των Ελλήνων της διασποράς και να προταθούν λύσεις στα προβλήματά της.  Όλες αυτές οι προσπάθειες διαχρονικά όχι μόνο απέτυχαν να ανταποκριθούν στις φιλοδοξίες της σύγχρονης διασποράς, αλλά δημιούργησαν προβλήματα και στρεβλώσεις στην πορεία, μη κατορθώνοντας να αγκαλιάσουν και να εμπνεύσουν τη διασπορά στο σύνολό της.

Αν  ανατρέξουμε στο παρελθόν, θα διδαχθούμε  από την συνεισφορά  της διασποράς προς όφελος της Ελλάδας κατά τον δέκατο ένατο αιώνα μέσω των άτυπων επιχειρηματικών δικτύων και με την στρατηγική συνδρομή των Φιλελλήνων (Μπήτρος και Μίνογλου, 2004).  Μια άλλη ιστορική συνεισφορά της ελληνικής διασποράς τότε συνδέθηκε και με τον ρόλο της ως εμπνευστή/υποκινητή για την διάδοση βέλτιστων θεσμών προσαρμοσμένων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, καθώς το ελληνικό κράτος ήταν αδύναμο και η τοπική επιχειρηματικότητα περιορισμένη.  Αυτή η δημιουργική σχέση με την διασπορά έχει εκλείψει σήμερα ενώ θα έπρεπε να ήταν το επίκεντρο της χάραξης μιας πολιτικής που θα λαμβάνει υπόψη τα σύγχρονα δεδομένα και όχι την εμπλοκή της σε κομματικούς μηχανισμούς.

Μπορεί τα ελληνικά κόμματα να μιλούν για brain gain με βαρύγδουπες δηλώσεις περί αντιστροφής του κλίματος φυγής αλλά στην πραγματικότητα αυτά κάνουν δύσκολη τη συμμετοχή και την «ενσωμάτωση» των αποδήμων στην σοβαρότερη διαδικασία που καθορίζει τον ρόλο του πολίτη: τη δημοκρατική διαδικασία συνδιαμόρφωσης της συλλογικής ζωής.

Τα ελληνικά κόμματα αφήνουν τους Έλληνες της διασποράς στο περιθώριο, υψώνοντας γραφειοκρατικά εμπόδια που άλλοι λαοί έχουν προ πολλού τακτοποιήσει.  Είναι τουλάχιστον προκλητική η διαχρονική αδιαφορία των κομμάτων να μιλήσουν ανοιχτά για τις δυσκολίες των Ελλήνων του εξωτερικού που επιθυμούν να έχουν ενεργή συμμετοχή στις κοινωνικοπολιτικές διεργασίες της πατρίδας τους.

Ταυτόχρονα, είναι απαράδεκτο να τους θυμόμαστε όταν έχουμε ανάγκη την ψήφο τους ή να επικοινωνούμε προς τα έξω ένα στρεβλό ενδιαφέρον για τον ελληνισμό της οικουμένης χωρίς να υπάρχει ευρεία εικόνα και κατάθεση των εμπειριών που έχουν βιώσει οι ίδιοι, στη σχέση αλληλεπίδρασης τους με το ελληνικό κράτος.  Δεν υπάρχουν Έλληνες διαφορετικών ταχυτήτων.


Ο Στιβ Μπακάλης είναι πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου Victoria της Μελβούρνης

Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Κοινωνική Ψυχολόγος

 

Facebook Comments