Φρένο αλλά όχι «στοπ» στις αυξήσεις επιτοκίων έβαλε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κινδυνεύοντας να βρεθεί αντιμέτωπη με τα λάθη πολιτικής του παρελθόντος.
Με δεδομένο ότι οι επιπτώσεις της νομισματικής σύσφιξης τείνουν να φαίνονται στην οικονομία με καθυστέρηση πολλών μηνών, οι αυξήσεις των επιτοκίων που έχουν γίνει έως σήμερα και οι οποίες διαμορφώνονται στις 375 μονάδες βάσης – στην ταχύτερη και μεγαλύτερη σύσφιξη στην ιστορία της ΕΚΤ- μόλις που έχουν αρχίσει να φαίνονται στην οικονομία. Οπότε, προτού φανεί ο πλήρης αντίκτυπός τους, εάν η ΕΚΤ συνεχίσει τη σύσφιξη μέσα σε αυτήν την δύσκολη και επιδεινούμενη κατάσταση, κινδυνεύει με το γνωστό overtightening που στο παρελθόν την είχε οδηγήσει να κάνει καταστροφικές για την αξιοπιστία της «διορθώσεις».
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ αμέσως μετά τη συνεδρίαση της Πέμπτης 4 Μαΐου, είχε έναν ήπιο τόνο, καθώς δεν ξεκαθάριζε με σαφήνεια εάν θα υπάρξει συνέχιση των αυξήσεων επιτοκίων. Στις προηγούμενες ανακοινώσεις της η ΕΚΤ έγραφε ξεκάθαρα πως «οι αυξήσεις επιτοκίων θα συνεχιστούν». Αυτή τη φορά δεν το έκανε. Και αυτό μεταφράστηκε αρχικά από την αγορά ως ένα σήμα παύσης, ανάλογο με αυτό της Fed.
Σημειώνεται πως η ΕΚΤ προχώρησε σε αύξηση των επιτοκίων για έβδομη συνεχή συνεδρίαση, αλλά ήταν της τάξης των 25 μονάδων βάσης. Στις προηγούμενες συνεδριάσεις είχε προχωρήσει σε τρεις διαδοχικές αυξήσεις κατά 50 μ.β, οι οποίες ακολούθησαν δύο αυξήσεις κατά 75 μ.β και την πρώτη αύξηση του Ιουλίου του 2022 των 50 μ.β. Κατά συνέπεια, το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων καθώς και τα επιτόκια πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης αυξήθηκαν σε 3,25%, 3,75% και 4,00% αντιστοίχως. Πλέον το επιτόκιο καταθέσεων διαμορφώνεται στα υψηλότερα επίπεδα από τον Οκτώβριο του 2008.
Τον ήπιο ωστόσο τόνο της ανακοίνωσης άλλαξε εντελώς η Λαγκάρντ στη συνέχεια, η οποία και υιοθέτησε μία αρκετά επιθετική στάση, που την επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία κατά την συνέντευξη Τύπου. Έτσι, τόνισε πως η ΕΚΤ δεν σκέφτεται ακόμη να σταματήσει τις αυξήσεις. Όπως ξεκαθάρισε, «έχουμε ακόμα περαιτέρω έδαφος να καλύψουμε (σε ότι αφορά τις αυξήσεις επιτοκίων)», τονίζοντας πως «είναι ξεκάθαρο είναι ότι δεν πραγματοποιείται παύση». «Οι προοπτικές για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να είναι υπερβολικά υψηλές για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα», όπως πρόσθεσε.
Η απόφαση ήταν «σχεδόν ομόφωνη», όπως εξήγησε η Λαγκάρντ, με κάποια μέλη του Δ.Σ να υποστηρίζουν την ανάγκη για μεγαλύτερη αύξηση της τάξης των 50 μ.β.
Σύμφωνα και με την ανακοίνωση της ΕΚΤ οι αποφάσεις της «θα εξακολουθήσουν να βασίζονται στην αξιολόγηση που διενεργεί όσον αφορά τις προοπτικές για τον πληθωρισμό, λαμβανομένων υπόψη των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών στοιχείων, στη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και στην ένταση με την οποία μεταδίδεται η νομισματική πολιτική».
Παράλληλα, η Λαγκάρντ τόνισε πως «οι μελλοντικές αποφάσεις» – τονίζοντας τον πληθυντικό – «θα διασφαλίσουν ότι τα επιτόκια πολιτικής θα διαμορφωθούν σε επίπεδα που θα είναι δεόντως περιοριστικά προκειμένου να επιτευχθεί η έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο». Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι θα ακολουθήσουν περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων, πάνω από μία σίγουρα.
Σε ερώτηση σχετικά με το ποια είναι τα «δεόντως περιοριστικά επίπεδα» για τα επιτόκια, και αν αυτά τοποθετούνται στο 3,75%, η Λαγκάρντ σημείωσε πως «η ΕΚΤ δεν έχει στα χέρια της έναν μαγικό αριθμό». Όπως τόνισε, αυτή τη στιγμή τα επιτόκια είναι σε περιοριστικά επίπεδα, αλλά όχι ακόμα στα επιθυμητά.
Αυτό πάντως που εξηγεί την μείωση του ρυθμού αύξησης για πρώτη φορά από τον Ιούλιο του 2022 και που κάνει πολλούς αναλυτές να εκτιμούν πως πλέον το τέλος του κύκλου αυτού της σύσφιξης είναι κοντά, είναι κυρίως το μέτωπο του δανεισμού.
Πλέον οι πιστωτικές συνθήκες έχουν σαφώς «σφίξει» από το ξέσπασμα της τραπεζικής αναταραχής του Μαρτίου, όπως έδειξε η Έρευνα Τραπεζικού Δανεισμού της ΕΚΤ, η οποία δημοσιεύτηκε μόλις δύο μέρες πριν τη συνεδρίαση. Ο ρυθμός της σύσφιξης των πιστωτικών συνθηκών βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από το 2011 και την κρίση χρέους της ευρωζώνης, καθώς το καθαρό ποσοστό των τραπεζών που ανέφεραν σύσφιξη στο πρώτο τρίμηνο, ανέρχεται στο 27%.
Ταυτόχρονα, η ζήτηση για δάνεια μειώθηκε επίσης έντονα, λόγω των υψηλότερων επιτοκίων, των χαμηλότερων επενδύσεων και της αποδυνάμωσης της αγοράς κατοικίας, όπως έδειξε η έρευνα. Συγκεκριμένα, το 38% των τραπεζών ανέφερε μείωση της ζήτησης δανείων από εταιρείες τους πρώτους τρεις μήνες του τρέχοντος έτους, το μεγαλύτερο ποσοστό από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Ταυτόχρονα, η μείωση της ζήτησης στεγαστικών δανείων παρέμεινε ισχυρή και ήταν κοντά στην πτώση που αναφέρθηκε το τελευταίο τρίμηνο. Όπως παρατηρεί η ING, η πτώση της ζήτησης για εταιρικά δάνεια ήταν πολύ μεγαλύτερη στις χώρες της ευρωζώνης. Το πρώτο τρίμηνο του έτους, οι γερμανικές τράπεζες ήταν οι μόνες που ανέφεραν πτώση της ζήτησης για εταιρικά δάνεια, πλέον οι Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία αναφέρουν επίσης μεγάλη πτώση.
Αυτή η πτώση της ζήτησης για νέα δάνεια αντικατοπτρίστηκε και στις νομισματικές εξελίξεις του Μαρτίου. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των προσαρμοσμένων δανείων προς νοικοκυριά μειώθηκε στο 2,9% τον Μάρτιο από 3,2% τον Φεβρουάριο, ενώ ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των δανείων προς επιχειρήσεις μειώθηκε στο 5,2% τον Μάρτιο, από 5,7% τον Φεβρουάριο. Το πιο σημαντικό είναι, έπειτα από τη μείωση των μηνιαίων ροών του Φεβρουαρίου, ότι η μηνιαία ροή πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα ήταν οριακά μόνο θετική. Η εκροή καταθέσεων συνεχίστηκε και τον Μάρτιο και ενώ αυτή η εκροή τον Φεβρουάριο οφειλόταν στις καταθέσεις λιανικής, τώρα και οι εταιρείες αποσύρουν τις καταθέσεις.’
Τα παραπάνω ουσιαστικά σημαίνουν ότι η νομισματική σύσφιξη έχει αρχίσει να αφήνει σαφή «σημάδια» στην πραγματική οικονομία. Και αυτές οι επιπτώσεις ήταν ισχυρότερες και υλοποιήθηκαν ταχύτερα από ό,τι πιθανώς περίμενε η ΕΚΤ. «Οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων μεταδίδονται δυναμικά στις συνθήκες χρηματοδότησης και στις νομισματικές συνθήκες της ζώνης του ευρώ, ενώ οι χρονικές υστερήσεις και η ένταση της μετάδοσης στην πραγματική οικονομία εξακολουθούν να περιβάλλονται από αβεβαιότητα.», όπως σημείωσε στην ανακοίνωσή της η ΕΚΤ εξηγώντας ουσιαστικά την απόφαση για μείωση του ρυθμού της αύξησης στις 25 μ.β . Αλλά, κατά την Λαγκάρντ, «δεν έχουμε ακόμη δει τον πλήρη αντίκτυπο στην οικονομία που θα ήθελε η ΕΚΤ» και για αυτό οι αυξήσεις των επιτοκίων δεν έχουν τελειώσει.
Οι αναλυτές υπογραμμίζουν πως πλέον υπάρχει κίνδυνος υπερβολικής σύσφιξης από την ΕΚΤ. «Στην πραγματικότητα, στα τρέχοντα επίπεδα και με δεδομένο τον καθυστερημένο αντίκτυπο της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής, ο κίνδυνος είναι υψηλός ότι κάθε πρόσθετη αύξηση επιτοκίων στο εξής θα μπορούσε να αποδειχθεί ένα λάθος πολιτικής στη συνέχεια», όπως σημειώνει η ING.
Συνεπώς, θα είναι δύσκολο για την ΕΚΤ να επιστρέψει στις αυξήσεις των επιτοκίων κατά 50 μ.β στο τρέχον μακροοικονομικό περιβάλλον, λόγω των καθυστερημένων επιπτώσεων από προηγούμενες αυξήσεις, την τραπεζική αναταραχή και υποτονική ανάπτυξη, παρά τον ακόμα επίμονο πληθωρισμό. Θα είναι εξίσου δύσκολο να αυξηθούν τα επιτόκια για περισσότερες από μία ή το πολύ δύο φορές.
«Η ΕΚΤ έχει εισέλθει σαφώς στο τελικό στάδιο του κύκλου σύσφιξης και η κορύφωση των επιτοκίων μπορεί να είναι πιο κοντά από ό,τι η Λαγκάρντ προσπάθησε να κάνει τις αγορές να πιστέψουν στη συνέντευξη Τύπου», τονίζει η ING.
Facebook Comments