ΙΟΒΕ: Χαμηλότερος των προσδοκιών ο ρυθμός ανάπτυξης το 2019
Στο 2% του ΑΕΠ βλέπει την ανάπτυξη το 2018 το ΙΟΒΕ πέρυσι αλλά και φέτος, έναντι προβλέψεων 2,1% και 2,5% αντίστοιχα στον κρατικό Προϋπολογισμό
Στο 2% του ΑΕΠ βλέπει την ανάπτυξη το 2018 το ΙΟΒΕ πέρυσι αλλά και φέτος, έναντι προβλέψεων 2,1% και 2,5% αντίστοιχα στον κρατικό Προϋπολογισμό
Στο 2% του ΑΕΠ βλέπει την ανάπτυξη το 2018 το ΙΟΒΕ πέρυσι αλλά και φέτος, έναντι προβλέψεων 2,1% και 2,5% αντίστοιχα στον κρατικό Προϋπολογισμό. Οι χαμηλότερες αυτές “πτήσεις” του ΑΕΠ περιλαμβάνονται στην τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία που παρουσιάστηκε σήμερα.
Κατά την παρουσίαση ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας προειδοποίησε μεταξύ άλλων και για τις επιπτώσεις από έναν υπερβολικά μακρύ προεκλογικό κύκλο “ιδίως αν κυριαρχήσει ακραία αντιπαράθεση” καθώς “δημιουργεί ανησυχίες όσον αφορά την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκλήσεων που δεν μπορεί να καθυστερήσουν”.
Αναλυτικά, τα κύρια σημεία της σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ είναι τα εξής:
Η παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση εκτιμάται πως επιβραδύνθηκε περαιτέρω στο τρίτο τρίμηνο Για το σύνολο του προηγούμενου έτους εκτιμάται μεγέθυνση παγκοσμίως 3,7%, από 3,8% το 2017, ενώ η πρόβλεψη για το 2019 είναι 3,5%. Θετική συμβολή πέρυσι είχε η μεγέθυνση των ΗΠΑ (2,9%, από 2,2% το 2017), ενώ αρνητικά επηρέασε η επιβράδυνση στην Ευρωζώνη (1,8% από 2,4% το 2017) και την Κίνα (6,6% από 6,9%). Περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανάπτυξης αναμένεται το 2019, σε 2,5% στις ΗΠΑ, 1,6% στην Ευρωζώνη και 6,2% στη Κίνα, ενώ η αστάθεια σε ορισμένες αναδυόμενες αγορές (Τουρκία, Αργεντινή) αναμένεται να συνεχιστεί. Η συνέχιση των πολιτικών εμπορικού προστατευτισμού (δασμοί μεταξύ ΗΠΑ και εμπορικών εταίρων), η κλιμάκωση της ανησυχίας για τη συμφωνία για το Brexit, οι επιπτώσεις του ευρωσκεπτικισμού, ενόψει και των Ευρωεκλογών, οι περιορισμοί στις πιστώσεις στην Κίνα, αποτελούν τους βασικότερους κινδύνους ανάσχεσης της παγκόσμιας αναπτυξιακής δυναμικής μεσοπρόθεσμα. Θετική εξέλιξη η προσωρινή εκεχειρία μεταξύ ΗΠΑ – Κίνας για τα μέτρα στο εμπόριο.
Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας επιταχύνθηκε στο τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, σε 2,2%, 0,5 και 0,1 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη από το προηγούμενο τρίμηνο και από το ίδιο τρίμηνο του 2017 αντίστοιχα. Στο σύνολο της περιόδου Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου το ΑΕΠ ήταν 2,1% υψηλότερο από ότι ένα χρόνο νωρίτερα. Η ανάπτυξη συνέχισε να προέρχεται κυρίως από βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου, λόγω διεύρυνσης των εξαγωγών (+8,3%) και αρκετά μικρότερης ανόδου των εισαγωγών (+3,1%). Οι επενδύσεις ενισχύθηκαν οριακά 1,5%, αποκλειστικά από την έντονη άνοδό τους στο τρίτο τρίμηνο. Ήπια διεύρυνση των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών (0,8%), ενώ σταθερά σε πτωτική τροχιά βρίσκεται η δημόσια κατανάλωση (-4,0%).
Ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2018 στην περιοχή του 2,0%. Τόνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας κυρίως από άνοδο των εξαγωγών (+7,7%). Μικρή κλιμάκωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών στο τελευταίο τρίμηνο λόγω καλύτερων προσδοκιών, έκτακτων επιδομάτων κ.λπ., στο +0,9% συνολικά πέρυσι. Αναιμική συμβολή των επενδύσεων στο ΑΕΠ (+4,5%), προερχόμενη σε μεγάλο βαθμό από διαφορές στα αποθέματα, όχι διεύρυνση σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου. Περιστολή δημόσιας κατανάλωσης κατά 2,0%, παρά την αύξησή της στο δ’ τρίμηνο (αναδρομικά ειδικών μισθολογίων).
Ρυθμός ανάπτυξης το 2019 παρόμοιος ή ελαφρώς υψηλότερος του 2018, από κλιμάκωση επενδυτικής δραστηριότητας (+10-12%) και ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,4%). Η ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση θα εκδηλωθεί και στις εισαγωγές (+6,0-6,5%). Υπό τα μέτρα πολιτικής στο διεθνές εμπόριο και την ολοκλήρωση επέκτασης του Q-E, θα αποκλιμακωθεί η άνοδος των εξαγωγών (+5,0-5,5%).
Οριακή υστέρηση πρωτογενούς πλεονάσματος Κρατικού Προϋπολογισμού το 2018 έναντι του στόχου. Προήλθε από το σκέλος των εσόδων, κυρίως αυτών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (-€1,22 δισ. από το στόχο), και λιγότερο από τα χαμηλότερα καθαρά έσοδα του Τακτικού Προϋπολογισμού (-€267 εκατ.). Τα τελευταία υστέρησαν εξαιτίας των πολύ μικρότερων σε σχέση με το στόχο εσόδων αποκρατικοποιήσεων (-€1,13 δισεκ.), τα οποία αντισταθμίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις χαμηλότερες επιστροφές φόρων (-€962 εκατ.).
Facebook Comments