Ο Κουφοντίνας είναι ένας κατά συρροή στυγερός δολοφόνος. Δεν ήταν∙ είναι. Παρότι οι δολοφονίες του τερματίστηκαν πριν από 21 χρόνια, θα εξακολουθεί να «είναι» – σε ενεστώτα χρόνο – για όσο θα έχει πνοή∙ διότι είναι δολοφόνος ως βαθιά στον πυρήνα τής ύπαρξής του. Είχε ορίσει σκοπό και νόημα τής ζωής του να δολοφονεί ∙ να είναι εκείνος που, σε ανύποπτη στιγμή, με δική του άμεση ενέργεια πλήρη ωμότητας κυνισμού και μισανθρωπίας, τερματίζει τη ζωή ανθρώπων.

«Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη», είναι ο τίτλος τού βιβλίου που έγραψε ων ήδη καταδικασμένος πολλάκις ισόβια. Ο τίτλος λίαν αποκαλυπτικός : Πριν από την ένταξή του στη δολοφονική τρομοκρατική οργάνωση ζούσε μία ζωή ψυχικά άδεια, χωρίς νόημα. Όταν όμως μέσα στην οργάνωση απέκτησε ρόλο δολοφόνου, η ζωή του αίφνης απέκτησε σκοπό, η ψυχή του συντονίστηκε σε κάποιο νόημα∙ μαύρο μεν νόημα, πλην όμως, για εκείνον, νόημα. Μέχρι πριν λίγο ήταν ακόμα ψυχικά αγέννητος στον κόσμο τού νοήματος ύπαρξης. Να όμως που τελικά: «γεννήθηκε 17 Νοέμβρη»…

Ας αναρωτηθεί, ρητορικά, ο καθένας: Αν η οργάνωση δεν είχε εξαρθρωθεί, η τελευταία δολοφονία τού Κουφοντίνα θα ήταν εκείνη τού έτους 2000 ή θα συνέχιζε να δολοφονεί μέχρι σήμερα; Η απάντηση, παρότι δεν είναι «μαθηματική», είναι προφανής: Ναι, θα είχε δολοφονήσει πολλούς άλλους ανθρώπους και θα συνέχιζε.

Αυτό που εμμέσως επιχειρούσε μαζί με την υπόλοιπη παρέα εγκληματιών ήταν να πλήττουν την αστική Δημοκρατία, να δυναμιτίζουν την φιλελεύθερων αρχών θεσμική συγκρότηση του συλλογικού βίου, τραυματίζοντας κατ’ επανάληψιν το σώμα τού πολιτεύματος ώστε αυτό να αιμορραγεί, να γίνεται συνεχώς ευάλωτο μέχρι τελικά να καταπέσει. Θα υπήρχε ποτέ τέλος σε αυτή τη προσπάθεια; Κανένα τέλος δεν υπήρχε, διότι η ίδια η δράση τους ήταν παράλληλα και σκοπός που τη νοηματοδοτούσε:  «Δολοφονώ πλήττοντας το θεσμικό κράτος, ‘’άρα’’ υπάρχω». Ένας φαύλος κύκλος ψυχικής ζωής, ατέρμων ακόρεστος και σκοτεινός.

Ο Κουφοντίνας δεν πίστευε στην αξία ύπαρξης νόμων∙ δεν πίστευε στον κοινοβουλευτισμό, στους θεσμούς γενικότερα, στη δομή των ανεξάρτητων εξουσιών∙ όλα αυτά τα μισούσε θανάσιμα. Τη μόνη εξουσία που αναγνώριζε ήταν η μονομερής εξουσία που εκείνος επέβαλλε με τη βία των όπλων. Τον μοναδικό «νόμο» που αποδεχόταν τον καθόριζε ο ίδιος και η συμμορία του: νόμος ήταν ό,τι υπηρετούσε τις δικές τους βλέψεις.

Έτσι οδηγηθήκαμε σταδιακά ως το σήμερα: Μετά από πολλά φωτογραφικής φύσεως δικονομικά χαϊδέματα που του προσέφερε η προηγούμενη κυβέρνηση – η οποία ουδέποτε προσπάθησε να αποκρύψει την ιδεολογική συμπάθειά της προς τους συγκεκριμένους εγκληματίες – οδηγηθήκαμε στο εξής αδιανόητο: Ένας μισάνθρωπος και ορκισμένος εχθρός των νόμων και τής θεσμικής κρατικής οντότητος, αποφάσισε ων καταδικασμένος πολλάκις στην εσχάτη των ποινών να παραστήσει εκείνος, δήθεν, τον προασπιστή των νόμων και τής τήρησης τής κάθε… άνω τελείας τους. Απίστευτη υποκρισία και θράσος. Εν ονόματι ποιας αξίας άραγε; Της αξίας τής πίστης στους πολιτειακούς θεσμούς και τους νόμους, στη Δημοκρατία, στο Σύνταγμα, στους κώδικες παραδεδεγμένων αρχών και αξιών; Τίποτα από όλα αυτά. Αυτό που μόνο πράττει είναι η συνέχιση τού αυτοσκοπού και νοήματος ζωής του: Να πλήξει το θεσμικό κράτος. Το πράττει δε αυτό με την ίδια σκιώδη ωμότητα και κυνισμό με τα οποία εκτελούσε όλα του τα στυγερά εγκλήματα.
 

Μόνο κάποιος που μισεί τόσο θανάσιμα την θεσμικά οργανωμένη Πολιτεία μπορεί να λειτουργήσει ψυχικά κατά αυτόν τον τρόπο. Επικαλείται και χρησιμοποιεί ως εργαλεία του αξίες και θεσμούς, που όμως όλα μαζί τα μισεί, με τον δόλιο σκοπό να τα πληγώσει. Από απέχθεια και εχθρότητα προς αυτά και την κοινωνία το κάνει∙ διότι το μίσος είναι η μόνη ψυχική τού κινητήρια δύναμη.

Από αυτή το θεωρείο εξέτασης μπορούμε να πούμε αλληγορικά ότι ο Κουφοντίνας νίκησε σε αυτόν τον σκοτεινόψυχο μοναχικό του αγώνα. Πέτυχε ένα μικρό πλήγμα στο θεσμικό κράτος και στις αρχές του, χρησιμοποιώντας δολίως και υποκριτικά τις αξίες που ο ίδιος πολεμούσε. Δεν γινόταν να μη κερδίσει πόντους ο εγκληματίας, διότι σε αυτή του την εμμονική πάλη είχε ένα ακλόνητο ατού: αδιαφορούσε για τον φυσικό του θάνατο. Το νοσηρό πάθος για πλήγμα επί τού μισητού του «αντιπάλου» ήταν για εκείνον υπέρτατο νόημα ζωής, ακόμα και στο θάνατό του∙ ήταν εκείνο το οποίο “τον γέννησε 17 Νοέμβρη».

‘Ένα πλήγμα επ’ ουδενί όμως καίριο για τη φιλελεύθερη Δημοκρατία ∙ μονάχα μία αμυχή. Διότι αυτό το μικρό πλήγμα είναι το εφαλτήριο πάνω στο οποία θα πατήσει εφεξής με ισχυρότερη αυτοπεποίθηση, έχοντας παραδειγματικά αποτρέψει άλλους επίδοξους εγκληματίες από τον «εύκολο» δρόμο τού δόλιου εκβιασμού χρησιμοποιώντας ως όπλα τούς αξιακούς κώδικες τού κράτους Δικαίου.

Από σημειολογικής απόψεως ο Κουφοντίνας «γεννήθηκε 17 Νοέμβρη» και κατάφερε «να πεθάνει 17 Νοέμβρη», ανεξαρτήτως του πότε θα αφήσει την τελευταία του πνοή. «Πέθανε» μέσα στις ίδιες εκείνες μαύρες ψυχικές “αξίες” που «τον γέννησαν» όταν αφοσιώθηκε στον αυτοσκοπό τής πρώτης του στυγνής δολοφονίας. Για εκείνον και τα σκοτάδια του, αυτό είναι νίκη. Όμως εμάς αυτό μάς είναι αδιάφορο∙ ας την πάρει μαζί του όποτε κι αν φύγει από τον κόσμο∙ αρκεί που το κεφάλαιο αυτό θα κλείσει οριστικά.

Για την Πολιτεία μας, αυτή η αμήχανή της στιγμή είναι όμως η απαρχή μίας δικής της νίκης. Το πολιτικό μας ημερολόγιο ξεκολλάει επιτέλους οριστικά από εκεί που ήταν κολλημένο σε κάποια «17η Νοέμβρη». Ξημερώνει επιτέλους η «18η Νοεμβρίου»∙ αρχίζει ο ιστορικός πολιτικός χρόνος της να κυλά απαγκιστρωμένος από αυτή τη γάγγραινα .

Αυτό όμως δεν θα συμβεί από μόνο του∙ είναι μία σπουδαία ευκαιρία και είναι εδώ, ολοζώντανη. Υπό την προϋπόθεση όμως ότι η Πολιτεία θα την αξιοποιήσει με συνετή αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση. Η πίστη στην απόφαση την μη περαιτέρω θυματοποίησης, θα είναι η απαρχή μίας διαδρομής νίκης και ανόδου. Η ευκαιρία τού ξημερώματος τής «18ης Νοεμβρίου» δεν πρέπει επ’ ουδενί να χαθεί.

Facebook Comments