Η Moody’s απαντά στο ερώτημα που δημιουργήθηκε στην αγορά έπειτα από τις πρόσφατες αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών: Πώς γίνεται να έδωσε το investment grade στη Eurobank για τις καταθέσεις της, ενώ η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας παραμένει κάτω από αυτήν έπειτα και από τη διπλή αναβάθμιση της προηγούμενης Παρασκευής. Παράλληλα, δίνει απαντήσεις και σε άλλα σημαντικά ερωτήματα των επενδυτών, εξηγώντας έτσι και την ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης που έδωσε στον κλάδο αυτήν την εβδομάδα.
Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει ο οίκος, ο κύριος μοχλός της πρόσφατης αναβάθμισης της αξιολόγησης της Alpha Bank, της Eurobank, της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας Πειραιώς είναι το βελτιωμένο λειτουργικό περιβάλλον στην Ελλάδα. Είχε προηγηθεί η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας στο Ba1 από Ba3. Οι πρόσφατες αναβαθμίσεις των τραπεζών οφείλονται επίσης στις ισχυρές οικονομικές επιδόσεις του κλάδου το 2022-2023 και στο επιτυχημένο de-risking. Οι ισολογισμοί τους έχουν ομαλοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, με χαμηλότερα προβληματικά δάνεια τα τελευταία χρόνια, και η κερδοφορία τους έχει αυξηθεί σε συνδυασμό με την αύξηση των νέων δανείων και τα υψηλότερα επιτόκια.
Γιατί έδωσε επενδυτική βαθμίδα στη Eurobank
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν σημαντική έκθεση σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου και σε τιτλοποιημένα ομόλογα με κρατική εγγύηση, επισημαίνει η Moody’s. Επιπλέον, οι περισσότερες από τις δραστηριότητές τους βρίσκονται στην Ελλάδα και κατά συνέπεια συνδέονται με την ελληνική οικονομία. Ως αποτέλεσμα, οι Βασικές Αξιολογήσεις Πιστώσεων (BCA) τους δεν μπορούν να είναι υψηλότερα από την αξιολόγηση του δημοσίου (Ba1).
Το υψηλότερο BCA που δίνει αυτήν τη στιγμή είναι το ba2, σε ΕΤΕ και Eurobank, δίνοντας χώρο για περαιτέρω αναβαθμίσεις. Αυτό σε κάποιο βαθμό οδηγεί επίσης τις θετικές προοπτικές αξιολόγησης για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Ωστόσο, οι αξιολογήσεις καταθέσεων που έχουν εκχωρηθεί στις ελληνικές τράπεζες βασίζονται στην ανάλυση του οίκου για τις μελλοντικές απώλειες εάν υπάρξει χρεοκοπία (LGF). Αυτό λαμβάνει υπόψη την πιθανή σοβαρότητα ζημιών για κάθε μέσο στη δομή του παθητικού μιας τράπεζας σε ένα σενάριο εξυγίανσης. Αυτές οι αξιολογήσεις μέσων τοποθετούνται είτε υψηλότερα είτε χαμηλότερα από το BCA μιας τράπεζας, με βάση τις πιθανές ζημίες που μπορεί να υποστεί ένας επενδυτής.
Έτσι, τοποθετεί τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση των καταθέσεων και των τεσσάρων τραπεζών δύο βαθμίδες υψηλότερα από τα BCA τους, για να αντικατοπτρίζει τη σχετικά χαμηλή σοβαρότητα των ζημιών για τις καταθέσεις σε ένα πιθανό σενάριο εξυγίανσης. Οι χαμηλές απώλειες εξηγούνται εν μέρει από τα σχέδια χρηματοδότησης των τραπεζών για την κάλυψη των απαιτήσεων MREL πριν το 2025. Αυτά τα μέσα παρέχουν ένα απόθεμα απορρόφησης ζημιών πριν επηρεαστούν οποιεσδήποτε καταθέσεις, όπως τονίζει.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όπως υπογραμμίζει, την τοποθέτηση των αξιολογήσεων καταθέσεων των ελληνικών τραπεζών με την υψηλότερη αξιολόγηση BCA (ΕΤΕ και Eurobank) στην κατηγορία επενδυτικής βαθμίδας και στο Baa3, μία βαθμίδα υψηλότερα από την αξιολόγηση των ελληνικών ομολόγων.
Αυτή η σχετική τοποθέτηση αντικατοπτρίζει επίσης την αλληλουχία των γεγονότων και τη σοβαρότητα των ζημιών κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Οι επενδυτές ελληνικών ομολόγων δέχθηκαν ένα σημαντικό ονομαστικό κούρεμα ύψους περίπου 53,5% μέσω της συμφωνίας συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα (PSI). Για τις καταθέσεις, τέθηκαν σε ισχύ έλεγχοι κεφαλαίων που περιορίζουν τα ποσά αναλήψεων — υποδηλώνοντας αθέτηση υποχρεώσεων σύμφωνα με τους ορισμούς της Moody’s— αλλά δεν επιβλήθηκαν ονομαστικές ζημιές στους καταθέτες.
Κούρταλη Ελευθερία
Facebook Comments