Πολλή η συζήτηση για την ρευστοποίηση του πολιτικού συστήματος. Η αίσθηση που μεταφέρεται σ’ έναν πολίτη που παρακολουθεί τα λεγόμενα/δρώμενα είναι ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας βρίσκεται σε πορεία διάλυσης, η οποία είναι αναπόδραστη.

Πολλοί βρίσκουν την ευκαιρία να βάλλουν και εναντίον των θεσμών, να μεγιστοποιήσουν υπαρκτές αδυναμίες και ελλείψεις τους, να κινδυνολογήσουν και να δημιουργήσουν κλίμα και αίσθηση επικείμενου Αρμαγεδώνα.

Κι άλλοι πάλι, με τους οποίους συντάσσομαι κι εγώ, θεωρούν ότι η κρίση είναι μια ευκαιρία αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Η κεντρική μας θέση είναι ότι δεν αρκεί η ρευστοποίηση του πολιτικού συστήματος για να αποκτήσουμε ένα αξιόπιστο κράτος που θα μπορεί να ικανοποιεί τις ανάγκες και τις προσδοκίες των πολιτών.

Εκείνοι που αντιλαμβάνονται την ρευστοποίηση ως μια διαδικασία κατάρρευσης του πολιτικού συστήματος επικεντρώνονται στο γεγονός της κρίσης που φαίνεται να διαπερνά οριζόντια τα πολιτικά κόμματα (αν και όχι όλα). Η κυβέρνηση δείχνει να υπολείπεται των στόχων της και η αντιπολίτευση, αξιωματική και ελάσσονα, να βρίσκεται σε μια εσωστρεφή διαδικασία αναζήτησης της ταυτότητάς της.

Επιπλέον, τα μικρότερα κόμματα που κινούνται τα άκρα του πολιτικού φάσματος, έχουν αυξητική πορεία, καθόσον καρπώνονται τα οφέλη από την κρίση των μεγάλων κομμάτων. Οι αιτίες για την δημιουργία αυτού του φαινομένου αναζητούνται, συνήθως, σε κάποια άλυτα προβλήματα, όπως η ακρίβεια, οι φυσικές καταστροφές και το μεταναστευτικό.

Μετά, όμως, από την απαρίθμηση των αιτιών επικρατεί μια αμηχανία περί του πρακτέου. Εξαιρουμένων των λαϊκιστών και των ακραίων οι οποίοι επαναλαμβάνουν θεωρίες περί λεφτόδεντρων και διάφορες άκοπες συνομωσιολογικές απόψεις, οι προτάσεις είναι λίγες και ελάχιστα πειστικές.

Η αμηχανία του πολιτικού συστήματος είναι διάχυτη και θυμίζει πολύ εκείνες τις ατέρμονες και αδιέξοδες συζητήσεις για τα αίτια της χρεωκοπίας και την αλήστου μνήμης επιτροπεία, αφού μετά από μια ολόκληρη δεκαετία, δεν αποτελεί κοινό τόπο το γιατί φθάσαμε ως εκεί.

Για να βγει, όμως, κανείς από τη συλλογιστική της ρευστοποίησης δεν αρκεί να προσκομίσει μερικές επιπλέον πληροφορίες για έργα και ημέρες πολιτικών και πολιτών σε ειδικότερους τομείς δημόσιων πολιτικών. Πρέπει να αλλάξει τη μέθοδο κατανόησης και ερμηνείας του φαινομένου της κρίσης. Να εγκαταλείψει τόσο τις αιτιοκρατικές όσο και τις υποκειμενικο-κεντρικές ερμηνείες και να υιοθετήσει μια συστημική οπτική. Μόνον η κατανόηση του διοικητικού συστήματος ως όλου μπορεί να αποκαλύψει πολλά τυπικά και άτυπα στοιχεία που επιτρέπουν μια ολοκληρωμένη αντίληψη της πραγματικότητας και μια, βάσει αυτής, αποτελεσματική πρακτική αλλαγών και μετασχηματισμού της.

Ένα τέτοιο στοιχείο που παίζει καθοριστικό ρόλο στην (αν)αποτελεσματικότητα και την αδυναμία συντονισμού του κεντρικού και περιφερειακού κράτους είναι εκείνο που αφορά την φέρουσα ικανότητα του διοικητικού μηχανισμού να επιλαμβάνεται αυτών των δράσεων. Το ελληνικό διοικητικό κράτος παρουσιάζει ασυγχώρητα ρυθμιστικά κενά με πληθώρα νομικίστικων εμποδίων, με αναπόγραφες και άτυπες διοικητικές διαδικασίες, με μη επικοινωνούσες και επικαλυπτόμενες δομές, με σοβαρά προβλήματα ανθεκτικότητας των υποδομών του και με προσωπικό, εν πολλοίς, απαξιωμένο και γηρασμένο.

Οι πρακτικές επιπτώσεις της αποδιάρθρωσης του διοικητικού μηχανισμού στις δημόσιες πολιτικές είναι καταλυτικές: Καμία απ’ αυτές δεν μπορεί να πετύχει αξιόπιστα και διατηρήσιμα αποτελέσματα όσο καίριες προτάσεις και λύσεις κι αν περιλαμβάνει.

Η αντιμετώπιση των προβλημάτων της δημόσιας διοίκησης απαιτεί την ύπαρξη ενός στρατηγικού σχεδίου που θα λαμβάνει υπόψη του όχι μόνον τις ελληνικές ιδιαιτερότητες αλλά και το παγκόσμιο περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλες κρίσεις και σοβαρές προκλήσεις για την ασφάλειά μας.

Η εφαρμογή του απαιτεί τη συστράτευση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Κι, εδώ ακριβώς, είναι το σημείο που η διοικητική μεταρρύθμιση συναντά το ρευστοποιούμενο πολιτικό σύστημα. Μπορεί κανείς να θεωρήσει αυτή την κρίση ως τέλος μιας εποχής κι ως αφετηρία μιας διαδικασίας αναζωογόνησης και ανασύνθεσης του πολιτικού συστήματος. Μα, γι’ αυτό χρειάζονται ηγέτες, συλλογικοί και ατομικοί, που θα καταφέρουν να εμπνεύσουν, να πείσουν, να ενθουσιάσουν τους πολίτες που τους περιμένουν, με αδημονία, να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.

Όποια κόμματα και πρόσωπα κατανοήσουν την αναγκαιότητα των καιρών και τις ευκαιρίες που προσφέρονται θα είναι εκείνα που, τελικά, θα βγουν κερδισμένα από την έκδηλη πολιτική και διοικητική κρίση, όποιο όνομα κι αν αυτή έχει.

Facebook Comments