Σε βλέπω.. Η θλίψη με βοηθά να σε βλέπω κι ας κάνεις τα πάντα προκειμένου να γίνεις αόρατη. Όσο κι αν μικραίνει κι αν κυρτώνει κι αν συρρικνώνεται το κορμί σου, βλέπω τα μάτια σου. Σβησμένοι φάροι που περιγράφονται θολά, όταν σκάει πάνω τους τ αφρισμένο κύμα.
 
Σε βλέπω σε μικρές κουζίνες, να μαγειρεύεις, σε μαρμάρινες σκάλες να σφουγγαρίζεις , σε μελαγχολικά καφενεία να σερβίρεις Μα και σε γραφεία σε βλέπω, σε πόλεις πολύβουες….Σε χωριά σε βλέπω ορεινά, με θέα στον κάμπο ή στο πέλαγο, μα εσένα το βλέμμα σου είναι χαμηλό, βαρύ, σέρνεται όπως το λασπωμένο του άρβυλο…Σε βλέπω και πονάω και λυπάμαι κι οργίζομαι, που δε μπορώ να σε βοηθήσω…
 
Θέλω να σου γνέψω να με κοιτάξεις, μα φοβάσαι και στρέφεις το κεφάλι. Κι άκου τώρα ένα παράξενο πράγμα! Γύρω σου, οι άλλοι βλέπουν ευτυχία! Γάμο, σύζυγο δουλευταρά, σπίτι όμορφο, παιδιά καμπόσα! Μπορεί κι ένα παιδί…Και που να ομολογήσεις, πως ότι αγαπάς πιο πολύ στη ζωή σου, αυτό το παιδί, γίνεται θηλιά που σας σφίγγει θανατερά και τους τρεις μαζί..
Σας κοιτάνε ξανά, αν τολμήσεις να εκφράσεις παράπονο
Όλα ευλογημένα και καθωσπρέπει ,σου λένε!
 
Και γιατί ναναι δυστυχία τα πολλά χρόνια που σας χωρίζουν, γιατί να ναι δυστυχία η σιωπή ανάμεσά σας, γιατί να ναι δυστυχία ο έρωτας με χνώτο που βρωμοκοπά, γιατί να ναι δυστυχία το να μη σε λογιάζουν άνθρωπο τα παιδιά σου!
 
Σε βλέπω να κεντάς κάθε βράδυ με το δάκρυ σου και να πλέκεις με τους αναστεναγμούς σου, την ομορφιά και την ευτυχία, όπως εσύ την φαντάζεσαι…Και μετά, σαν Πηνελόπη, να τα ξηλώνεις όλα, γιατί πολύ δεν θέλει ο νους τανθρώπου να πάρει αέρα κι εσύ δεν πρέπει να το πάθεις αυτό. Γιατί, ποια είσαι συ, που θα σου συμβεί και θα το αντέξεις.
 
Καμία δεν είσαι.. Ήσουν του κυρού σου και τώρα είσαι τ αντρού σου… Μα εγώ σε βλέπω και σε γνωρίζω , μιλάει μέσα μου η κρυφή φωνή σου, η άγνωστη, αυτή που σε τρομάζει.. Θέλω να σου φωνάξω, Άκουσέ την, μην την αγνοείς μα φεύγεις και χάνεσαι…Και μετά από μέρες, μήνες, χρόνια, σε συναντώ ξανά.. Σε συναντώ συχνά….
 
Σαν είδηση όμως. Εξαφανίστηκες… Έστρεψες το όπλο στο κεφάλι σου, πέρασες άλλη θηλιά στο λαιμό σου, προσωπική, δεν άντεξες την ανοιχτάδα της βεράντας σου, γιατί δεν σου ανήκε και πέταξες, χωρίς νανοίξεις όμως τα φτερά σου, ή, σε μαχαίρωσε, σε έκαψε ζωντανή, σε χτύπησε μέχρι θανάτου.
 
Αν προλαβαίναμε να κοιταχτούμε έστω και μία φορά….Αν..

(Για την Κωνσταντίνα της Μακρυνίτσας κι όλες τις Κωνσταντίνες της Ελλάδας. Που, είτε πληρώνουν το λάθος σε όλη τη ζωή τους, είτε το πληρώνουν με τη ζωή τους.)

 

Facebook Comments