Προηγήθηκαν οι δηλώσεις του Γάλλου υπουργού Οικονομικών Μισέλ Σαπέν. Ακολούθησε, σχεδόν ακαριαία, η διάψευση εκ μέρους αξιωματούχου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Και μετά «χτύπησε» ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Ανέκαθεν στην – μακρά πλέον – περίοδο των μνημονίων, οι πιστωτές επιχειρούσαν να δεσμεύσουν ex ante την εκάστοτε αντιπολίτευση και μελλοντική κυβέρνηση. Με στόχο να απεμπλακούν οι όροι της συμφωνίας από τον εκλογικό κύκλο και την έκβαση των – μονίμως πρόωρων στα χρόνια των μνημονίων, και όχι μόνον – βουλευτικών εκλογών.

Συνέβη τον Νοέμβριο του 2011, όταν η γερμανική πλευρά διεμήνυσε μέσω του Γερμανού υπουργού Οικονομικών ότι είναι απαραίτητη η γραπτή συναίνεση της Νέας Δημοκρατίας: πρώτον, για την εφαρμογή των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής του Οκτωβρίου εκείνου του έτους• δεύτερον, για την εκταμίευση περαιτέρω οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα. Έτσι, επί πρωθυπουργίας Παπαδήμου, ο τότε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και μελλοντικός πρωθυπουργός διαβεβαίωσε μέσω επιστολών τους πιστωτές για την τήρηση των συμφωνηθέντων.

Συνέβη τον Νοέμβριο του 2014, όταν η γερμανική πλευρά (λέγε με, πάλι, Σόιμπλε) έστειλε σαφές μήνυμα ότι όποια συμφωνία υπάρξει με την Ελλάδα, όχι μόνον για την ανοικτή τότε πέμπτη αξιολόγηση του δευτέρου προγράμματος αλλά και για την επόμενη μέρα, πρέπει να έχει την αποδοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Ο πύρινος αντιμνημονιακός λόγος του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, ως επικεφαλής τότε της αξιωματικής αντιπολίτευσης και μελλοντικού πρωθυπουργού, συνοδεύθηκε από την άρνηση υπογραφής εκ μέρους του για τήρηση των συμφωνηθέντων.

Συμβαίνει και σήμερα. Παρά τις επίσημες διαψεύσεις του ΔΝΤ αμέσως μετά τις δηλώσεις Σαπέν, πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη η επιθυμία, αν όχι απαίτηση, του Ταμείου για ευρύτερη κοινοβουλευτική έγκριση του προγράμματος πέρα από την πλειοψηφία της σημερινής συμπολίτευσης. Σίγουρη είναι επίσης η απαίτηση της Γερμανίας για δέσμευση της σημερινής αντιπολίτευσης, προκειμένου «να έχει υπόσταση η νομοθέτηση των μέτρων ανεξάρτητα από τις εκλογές και την έκβασή τους», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Το σενάριο των «180» έχει καεί για την ώρα. Το καλοκαίρι του 2015 υπήρχαν οι προϋποθέσεις και οι συνθήκες για να ευδοκιμήσει. Σήμερα, όμως, όχι. Ο πρωθυπουργός θα μπορούσε, τότε, να φέρει προς κύρωση στο Κοινοβούλιο τη συμφωνία ζητώντας να υπερψηφισθεί όχι απλώς από 151 αλλά από 180 βουλευτές. Έτσι: πρώτον, θα αποδυνάμωνε την εσωκομματική του αντιπολίτευση από το μονοπώλιο αφαίρεσης της δεδηλωμένης• δεύτερον, θα εκβίαζε με εκλογές αν η συμφωνία καταψηφιζόταν, σε μία περίοδο που οι πολίτες αλλά και τα περισσότερα κόμματα γνώριζαν ότι αυτό δεν ήταν προς το συμφέρον της χώρας αλλά και των ιδίων, αντιστοίχως• τρίτον, αν η συμφωνία απολάμβανε ευρύτερης πλειοψηφίας, θα διευρυνόταν εν τοις πράγμασι η κοινοβουλευτική στήριξη στην κυβέρνηση και θα ισχυροποιείτο αυτομάτως η δέσμευση της χώρας για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και μετατροπή του φαύλου κύκλου της οικονομίας σε ενάρετο για την κοινωνία.   

Το σενάριο συγκρότησης κυβέρνησης εθνικής ανάγκης από την παρούσα Βουλή, συνδέεται με την καραμανλική πτέρυγα ως εξής: Στην περίπτωση που η κυβέρνηση απολέσει τη δεδηλωμένη, η προσπάθεια σχηματισμού άλλης κυβερνητικής πλειοψηφίας από αυτήν τη Βουλή ώστε να καταδειχθεί – κατά το Σύνταγμα –  ότι η παρούσα σύνθεσή της εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα και να μην διαλυθεί για να προκηρυχθούν εκλογές, φέρνει στο τραπέζι πρόσωπα κοινής αποδοχής για την πρωθυπουργία. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόταση για Καραμανλή: πρώτον, εκβιάζει με δυνάμει εσωκομματικό ρήγμα τη Νέα Δημοκρατία, είτε προτού διαλυθεί η Βουλή, είτε στις εκλογές που θα προκαλέσει η διάλυση της παρούσας Βουλής εφόσον  η αξιωματική αντιπολίτευση αρνηθεί τελικά να συμπράξει.

Δεύτερον, αν η Νέα Δημοκρατία στηρίξει έστω για πεπερασμένο χρονικό διάστημα μια τέτοιου τύπου κυβέρνηση ευρύτερης συνεννόησης  – για να αποφευχθεί το επαπειλούμενο ατύχημα από το πιστωτικό γεγονός στις 20 Ιουλίου – ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να διατηρεί μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη από την αξιωματική αντιπολίτευση ακόμη και στην περίπτωση που διαγραφούν ή αποσχισθούν αρκετοί βουλευτές του που δεν θα στηρίξουν την προτεινόμενη κυβέρνηση.

Εξάλλου, το αίτημα για εκλογές ανεξαρτήτως χρονικής συγκυρίας χωλαίνει στην περίπτωση που παρέλθει άπρακτο και το τελευταίο προγραμματισμένο Eurogroup της 15ης Ιουνίου, παραμένει ανοικτή η δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος, και δεν προλαβαίνει να σχηματισθεί κυβέρνηση και να κλείσει τη συμφωνία προτού συμβεί το πιστωτικό γεγονός εξαιτίας αδυναμίας εξόφλησης των ομολόγων της ΕΚΤ στις 20 Ιουλίου. Τότε, στο καθόλου απίθανο αυτό “σενάριο της ύστατης στιγμής” (βλ. Το “Graccident”), εκ των πραγμάτων δεν θα υπάρχουν «τζάμπα μάγκες»…

Facebook Comments