Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ισχυρίστηκε και πάλι από βήματος της γενικής συνέλευσης του ΣΕΒ ότι θέλει «καθαρή λύση» για το χρέος και ότι δεν θα δεχτεί συμφωνία, που δεν θα την περιλαμβάνει. Αναρωτιέμαι τι εννοεί ο…»ποιητής» Αλέξης. Τι εννοεί ότι δεν θα την δεχτεί. Δεν θα δεχτεί την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης και την εκταμίευση της δόσης των 7 δις ευρώ, που είναι απαραίτητα για την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων του Ιουλίου για να μην χρεοκοπήσει η χώρα; Δεν μπορεί να εννοεί αυτό. Άλλωστε επισήμως η κυβέρνηση φέρεται να έχει διαψεύσει το σενάριο αυτό, που διακινήθηκε πριν από λίγες μέρες από την γερμανική εφημερίδα Bild, η οποία είχε βασιστεί σε ανάλογες δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου. Αυτή η λογική άλλωστε είναι αδιέξοδη. Μου θυμίζει περισσότερο το ανέκδοτο με τον σύζυγο, που πιάνει επ αυτοφώρω την γυναίκα του με τον εραστή της, και για να τους τιμωρήσει αποφασίζει να αποκόψει τα γεννητικά του όργανα. Ασφαλώς, ο αυτοευνουχισμός δεν είναι η καλύτερη επιλογή για κανέναν, πόσο μάλλον για έναν πρωθυπουργό, που έχει στις πλάτες τις μοίρες ενός ολόκληρου έθνους. Μήπως όμως προς τα εκεί οδηγούνται τα πράγματα καθώς είναι προφανές ότι πλέον η διαπραγματευτική τακτική του κ. Τσίπρα και της κυβέρνησης του βρίσκονται προ αδιεξόδου.

Αυτό διεφάνη κι από βήματος του ΣΕΒ, όταν ο πρωθυπουργός επεχείρησε ουσιαστικά να ζητήσει συναίνεση από τα κόμματα της αντιπολίτευσης στην πολιτική του επί του χρέους. Η προτροπή αυτή ήλθε λίγες μέρες μετά την επισήμανση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη, ο οποίος μάλιστα είχε ζητήσει να υπάρξει σύσκεψη πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Προσωπικά, δεν γνωρίζω πώς θα απαντήσουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, κι ιδίως η ΝΔ (υποθέτω απορριπτικά) αλλά αναρωτιέμαι πώς μπορεί να υπάρξει συναίνεση σε μια εκ των προτέρων αποτυχημένη πολιτική, που δεν έπρεπε καν να υποστηριχτεί από την κυβέρνηση. Τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, είχε αποφασισθεί με την σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης από το Eurogroup του Μαϊου 2016, ότι θα αποτελέσουν αντικείμενο πλήρους αποσαφήνισης μετά την ολοκλήρωση του τρίτου δανειακού προγράμματος το καλοκαίρι του 2018. Αίφνης, εκμεταλλευόμενος τις επιφυλάξεις και τους δισταγμούς του ΔΝΤ για την συμμετοχή του στο πρόγραμμα, που θα προϋπέθετε την αποδοχή της βιωσιμότητας του χρέους, ζήτησε «καθαρή λύση» για το χρέος. Ενδεχομένως σωστά αν μπορούσε να το πετύχει. Αλλά η προσπάθεια αυτή έγινε εντελώς πρόχειρα και μάλλον για προπαγανδιστικούς λόγους κι όχι επί της ουσίας.

Αντί να προωθήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, που πρέπει να γίνουν στη δημόσια διοίκηση, στον τρόπο απονομής της Δικαιοσύνης, στο φορολογικό σύστημα, στο τραπεζικό σύστημα, που είναι απαραίτητες για την προσέλκυση επενδύσεων, ο κ. Τσίπρας κι οι σύντροφοι του επέλεξαν ως αφήγημα τους 1. Την «καθαρή λύση» για το χρέος, 2. Την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το περιβόητο QE και, 3. Την έξοδο στις αγορές.

Εκ προοιμίου αυτό το αφήγημα είχε στόχο λιγότερο τους επενδυτές και περισσότερο τους έλληνες ψηφοφόρους, προκειμένου να δημιουργήσει επικοινωνιακά την απατηλή εικόνα ότι βγαίνουμε με τον τρόπο αυτό από τα μνημόνια κι από την κρίση. Κάτι, που δεν θα ίσχυε φυσικά, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει εφόσον θα εξυπηρετούσε τους εκλογικούς στόχους του κ. Τσίπρα, ο οποίος ήθελε να διατηρήσει όσον το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις στις εκλογές, που προγραμμάτιζε για το φθινόπωρο του 2018 (πριν από την ενεργοποίηση των επαχθών μέτρων του 4ου Μνημονίου).

Όμως, αυτή η πολιτική της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήταν θνησιγενής γιατί και δύσκολη και πολύπλοκη ήταν αλλά και γιατί δεν επρόκειτο να την αποδεχτούν και το Βερολίνο και πολλές άλλες χώρες, όπως η Ολλανδία κι η Ισπανία, και πάντως όχι πριν από τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Με αποτέλεσμα, ακόμα και στις 15 Ιουνίου, η συμφωνία, που προωθείται να μην είναι σημαντικά διαφορετική από αυτή της 22ης Μαίου, που προκάλεσε αδιέξοδο στα σχέδια του Μαξίμου. Το ερώτημα είναι αν κι εφόσον, πράγμα που είναι το πιθανότερο, δεν βγει μέχρι τέλους Ιουνίου ο όλος σχεδιασμός της κυβέρνησης τότε τι ακολουθεί; Θα πρέπει να αναζητήσει άλλο αφήγημα, που θα είναι ακόμα λιγότερο αξιόπιστο διότι είναι προφανές ότι οι αντοχές της ελληνικής κοινωνίας, που είναι στα κάγκελα, έχουν εξαντληθεί.

Facebook Comments