Μεταναστευτικό: Το 2019 δεν είναι 1922
Είναι όμως έτσι; Κατά την αντίληψή μου, καθόλου
Είναι όμως έτσι; Κατά την αντίληψή μου, καθόλου
Όσον αφορά στο οξύ μεταναστευτικό-εποικιστικό πρόβλημα, ακούω πολλούς στη προσπάθειά τους να χτίσουν φιλο-μεταναστευτική επιχειρηματολογία παρομοιάζουν όσα διαδραματίστηκαν πριν από έναν αιώνα στην Ελλάδα με όσα εξελίσσονται στις μέρες μας. Ισχυρίζονται ότι επειδή ως έθνος νιώσαμε οι ίδιοι εκείνες τις τραγικές στιγμές τής προσφυγιάς και ότι επιπλέον οι πρόσφυγες δεν άφησαν κανένα αρνητικό σημάδι στον τόπο, αφενός θα πρέπει να δείξουμε ανθρώπινη συμπόνια και αφετέρου να επιδείξουμε το ίδιο πνεύμα υποδοχής και τώρα.
Είναι όμως έτσι; Κατά την αντίληψή μου, καθόλου.
Η σύγκριση τού σήμερα με τα γεγονότα τού 1922 είναι (πολύ) λανθασμένη. Οι δύο καταστάσεις, παρότι αφορούν στην είσοδο στην ελλαδική επικράτεια πληθυσμών από άλλους τόπους, είναι εντελώς ανόμοιες ως προς τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά. Η εξήγηση είναι απλή, σαφής και αποστομωτική :
Πρώτα απόλα, οι πληθυσμοί των μεταναστών τού 22 ήταν *αληθινοί* πρόσφυγες εκδιωχθέντες βιαίως από τα σπιτικά τους, εν αντιθέσει με τους νυν που στη συντριπτική τους πλειονοτητα δεν είναι καν πρόσφυγες αλλά *οικειοθελώς μετακινούμενοι τυχοδιώκτες*. Οι πρόσφυγες τού 22 ήταν ουσιαστικά ομοεθνείς, ομόθρησκοι, ομόγλωσσοι, ομοειδούς κουλτούρας και παράδοσης με τους Ελλαδίτες. Επιπλέον, ως επί το πλείστον ήταν υψηλότερου βιοτικού και πολιτισμικού επιπέδου εν σχέσει με τους γηγενείς Έλληνες, μπολιάζοντας εν τέλει θετικά με παραγωγικό σφρίγος και νέες αξίες τον τότε κοινωνικό ιστό τού τόπου μας.
Μία άλλη, εξόχως σημαντική, διαφορά είναι ότι ο αριθμός των μικρασιατών προσφύγων ήταν πεπερασμένος και, συγκριτικά, πολύ μικρός.
Αντιθέτως, οι σύγχρονοι δυνητικοί έποικοι της Ελλάδος και Ευρώπης αριθμούν αρκετές *εκατοντάδες εκατομμύρια*. Είναι δε άνθρωποι που ως επί το πλείστον εμφορούνται από αρνητικές αξίες, υποπολιτισμό, επεκτατική-επιθετική θρησκεία που όχι μόνο δεν ανέχεται τη διαφορετικότητα αλλά επιπροσθέτως την πολεμά με κάθε μέσον, όντες απρόθυμοι (έως μη ίκανοι) να ενσωματωθούν στο δυτικό πρότυπο συλλογικής ζωής και ευνομίας.
Η “ανθρωπιστική, συναισθηματικής βάσεως, προσέγγιση” την οποία υιοθετούν πολλοί Έλληνες, εκπηγάζει από ένα εσφαλμένο σημείο εκκίνησης για εκτίμηση καταστάσεως, η οποία οφείλεται σε μεροληπτικά ελλιπή συλλογή των δεδομένων προς εξέταση. Αυτή η μονομερής προσέγγιση τούς παρασύρει σε μία ανεξέταστα βιαστική και πολωμένη ανάγνωση του τιτάνιου αυτού προβλήματος, περιορίζοντας το πεδίο εξέτασης μόνο στο στενό εύρος μιας απλοϊκής ηθικής, αφήνοντας έτσι εκτός πεδίου άλλες πολύ κρισιμότερης σημασίας παραμέτρους .
Ως καθαρά συναισθηματική (συχνά δε και ιδεολογικά πολωμένη) ανάγνωση, δεν ενθαρρύνει την ορθολογική ανάλυση τού προβλήματος και την προβολή των συνεπειών του σε έκταση και βάθος χρόνου. Το αποτέλεσμα είναι να παραμένουν συσκοτισμένες στην αφάνεια όλες οι – πολύ δυσμενείς για τον τόπο μας- καταστροφικές συνέπειες που ο ανεξέλεγκτος αυτός εποικισμός θα επιφέρει σε δεύτερο χρόνο.
Και όπως συνήθως συμβαίνει με τα γενικευμένης έκτασης εν εξελίξει κοινωνικά φαινόμενα, τα τελικά τους αποτελέσματα και οι δευτερογενείς συνέπειές τους δεν είναι ευκόλως ορατά σε έγκαιρο χρόνο, παρά μόνο όταν πια είναι πολύ αργά για να μπορέσουν να αποτραπούν ή να αντιστραφούν.
Η ανεύθυνη ιδεολογική αντιπαράθεση
Και αν η ανωτέρω περιγραφείσα κατάσταση – εφόσον δεν αναχαιτιστεί και θεραπευτεί εγκαίρως μέσω υπεύθυνης ενημέρωσης και παραγωγικού σκεπτικισμού- ήδη δημιουργεί από μόνη της αυτοχειριακές συνθήκες στην ελλαδική πολιτισμική οντότητα, ο προβληματικός χαρακτήρας τού φαινομένου επιδεινώνεται περαιτέρω εξ αιτίας μίας ανεύθυνης ιδεολογικής αντιπαράθεσης προερχόμενης εξ αριστερών.
Οι πολιτικές δυνάμεις τής – προ πολλού χρεοκοπημένης από ρεαλιστικό πολιτικό αφήγημα- αριστεράς, στη προσπάθειά τους να διατηρήσουν έρεισμα και λόγο ύπαρξης στο πολιτικό προσκήνιο αλλά και προσβλέποντας για μελλοντική εκλογική πελατεία στις ορδές των μεταναστών, βομβαρδίζουν ποικιλοτρόπως την κοινωνική σφαίρα με συνθήματα ενός μυωπικού και λίαν υποκριτικού ψευδο-ανθρωπισμού. Το όλο αυτό εγχείρημα ιδεολογικής επιβολής εδράζεται στη προσπάθεια καλοπιάσματος-εξαπάτησης μιας ευρείας και απολιτίκ μάζας τού εκλογικού σώματος, καλλιεργώντας τους ένα συναίσθημα ανωτερότητας εν σχέσει με όσους συμπολίτες τους κρούουν τον κώδωνα του εν εξελίξει κινδύνου.
Το μήνυμα χειραγώγησης που μεταφέρεται είναι το εξής: “Οι υποστηρίζοντες την αριστερά είναι οι καλοί και ευαίσθητοι άνθρωποι τής κοινωνίας· οι ανθρωπιστές που νοιάζονται για τον πλησίον τους. Οι υπόλοιποι, οι μη αριστεροί, είναι οι “κακοί” συνάνθρωποι, οι σκληροί, οι εγωιστές, οι πλεονέκτες, οι άκαρδοι που αρέσκονται να εκμεταλλεύονται τούς συνανθρώπους τους.”
Και δυστυχώς, το ποιόν αυτού του μηνύματος-καλοπιάσματος βρίσκει εύκολα απήχηση. Γιατί, ποιος δεν θέλει να κατατάσσςται στους” καλούς” αυτού τού κόσμου…;
Επάνω σε αυτό το γελοίο και αποπροσανατολιστικό παραμύθι – περί μίας ουτοπικής ψευδο-ανωτερότητας- γαλουχήθηκαν και φανατίστηκαν γενεές επί γενεών στον τόπο μας, τρέφοντας και συντηρώντας τον κοινωνικό ανταγωνιστικό φθόνο και τη διχαστική αντιπαλότητα. Και αν αυτή η πρακτική μέχρι σήμερα είχε για αποτέλεσμα “απλώς” την καθήλωση τής Ελλάδος σε ένα ανατολίτικο, κοτζαμπάσικης βάσεως, μοντέλο συλλογικής κουλτούρας αντι-προόδου, σήμερα πια, υπό το βάρος τού εξελισσόμενου σφοδρού κύματος λαθρο-εποικισμού, επαπειλείται άμεσα η ανεπιστρεπτί αλλοίωση τής πολιτισμικής φυσιογνωμίας τής χώρας μας, τής πολιτιστικής μας παράδοσης και κληρονομιάς, καθώς και τού συλλογικού αισθήματος ψυχολογικής κανονικότητας, όσον αφορά σε παγιωμένες μέχρι πρότινος συνθήκες φιλειρηνικής συμβίωσης και ασφάλειας.
Η συντήρηση αυτής τής αλαζονικά κοντόφθαλμης και ανεδαφικής διακήρυξης περί ηθικής – τάχα – υπεροχής όσων αυτοπροσδιορίζονται “αριστεροί” ή “φιλοαροστεροί”, πέραν του ότι με τραγικό τρόπο και επί σειρά δεκαετιών έχει καταστεί εθνικά επιζήμια, σήμερα πια δημιουργεί ένα επιπλέον κοινωνικό και ανασταλτικό πρόβλημα : Καθιστά τον μπρουτάλ, ρηχό και απαίδευτο λόγο τής ακροδεξιάς φαινομενικά εύστοχο, παρότι επί τής ουσίας του παραμένει αβαθής και στενόμυαλος ως προς τον τρόπο ανάγνωσης των πραγμάτων τής συλλογικής ζωής και εξίσου ανίκανος με την αριστερά να προσφέρει λύσεις συλλογικής προόδου .
Έτσι η πολιτική ζωή της Ελλάδος έχει πια εγκλωβιστεί μεταξύ των δύο άκρων ενός μοιραίου διπόλου, των οποίων η αβαθής και φανατικά μεροληπτική οπτική θεώρηση μπατάρει μονόπλευρα ενώ η φωνακλάδικη παρουσία τους επιμολύνει συνεχώς τη δημόσια σφαίρα με ανορθολογισμό και πνεύμα στείρας αντιπαλότητας.
Ανάμεσα στους δύο αυτούς φασαριόζικους πόλους, οι παραδοσιακές κομματικές δυνάμεις πασχίζοντας να διατηρήσουν ακροατήριο και πελατολόγιο γέρνουν αβούλως και παθητικά προς τον κοντινότερο στο ιδεολόγημά τους πόλο, υποκύπτοντας ουσιαστικά στο παιχνίδι των άκρων. Μέσα σε αυτή τη βοερή θολούρα, όσες φωνές επιχειρούν να αναδείξουν τη σοβαρότητα τού προβλήματος και να φωτίσουν τις διαδρομές κατανόησης και εθνικής διεξόδου από αυτό, όχι μόνο χάνονται μέσα στη βουή, αλλά επιπλέον γίνονται δέκτες των πυρών της καθεστυκίας σύγχρονης μάστιγας τού ψευδο-ορθοπολιτικού λόγου. Για έναν περίεργο λόγο, στην Ελλάδα, εάν επιχειρήσεις να αρθρώσεις χρήσιμες αλήθειες που ταράσσουν τα οικεία νερά τής στασιμότητας και οι οποίες μπορεί να απελευθερώσουν σκλαβωμένες δυνάμεις προς παραγωγικές διαδρομές, ανάγεσαι αυτομάτως σε “εχθρό τής πατρίδας”. Επί δέκα έτη είναι κάτι που έχει πια εμπεδωθεί ως στοιχείο μιας μάλλον αναπόδραστης μοιραίας εθνικής πραγματικότητας.
Το μεταναστευτικό πρόβλημα που σταδιακά πλέον λαμβάνει χαρακτηριστικά ανεξέλεγκτης “ειρηνικής” εισβολής, είναι ένα ζήτημα με πολύ δύσκολη επίλυση. Για να καταστεί εφικτό να βρεθεί και εφαρμοστεί μια βιώσιμη αποτρεπτική λύση απαιτείται καθαρή σκέψη, ψύχραιμη και ιδεολογικά αμερόληπτη ανάλυση, σθένος και, κυρίως, περισσότερο ορθολογική προσέγγιση. Και δυστυχώς, καθόλου συναισθηματισμό.
Ο συναισθηματισμός ακυρώνει την κριτική σκέψη η οποία θα πρέπει να είναι ο κατεξοχήν σύμβουλος και φορέας επίλυσης μιας μεγάλης κρίσεως. Η τόσο εύκολη υιοθέτηση τής εξωφρενικά απλουστευτικής εξομοίωσης τού μικρασιατικού προσφυγικού τού 1922 με όσα διαδραματίζονται στις μέρες, φανερώνει το πόσο μακριά είναι ακόμη η κοινωνία μας, όχι από την ίδια την επίλυση τού σοβαρότατου προβλήματος, αλλά ακόμα και από το προστάδιο μιας δυνητική επίλυσης : την επίγνωση και κατανόησή του.
Facebook Comments