Την περαιτέρω σημαντική αύξηση των επιτοκίων προανήγγειλε σήμερα η επικεφαλής της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας, μετά την σημερινή τέταρτη διαδοχική αύξηση τους κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Όπως ανέφερε η επικεφαλής της ΕΚΤ μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου, κατά την οποία αποφασίστηκε, εκτός από την αύξηση του επιτοκίου, η σταδιακή μείωση του χαρτοφυλακίου των ομολόγων « τα επιτόκια θα πρέπει να αυξηθούν περαιτέρω σημαντικά με ένα σταθερό ρυθμό, προκειμένου να διαμορφωθούν σε ένα επίπεδο το οποίο θα διασφαλίζει την επαναφορά του πληθωρισμού στο 2%».

Οι αναθεωρημένες προβλέψεις που δημοσιοποίησε σήμερα η ΕΚΤ επιβεβαιώνουν σχεδόν το «δυσμενές μακροοικονομικό σενάριο» που είχε δημοσιοποιήσει η Κεντρική Τράπεζα τον Σεπτέμβριο. Πλέον σύμφωνα με το βασικό σενάριο της ΕΚΤ ο πληθωρισμός θα φθάσει φέτος το 8,4% για να υποχωρήσει στο 6,3% το 2023 και στο 3,4% το 2024 , από 2,3% που προέβλεπε τον περασμένο Σεπτέμβριο. Ο πληθωρισμός προβλέπεται πλέον να υποχωρήσει στο 2,3% το 2025 !

Οσον αφορά στο μέτωπο της ανάπτυξης η η ΕΚΤ προβλέπει για φέτος αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,4% (από 3,1%), όμως το 2023 η αύξηση του ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο 0,5% από 0,9% που προέβλεπε τον Σεπτέμβριο, και το 2024 η ανάπτυξη θα φθάσει το 1,9% (όσο προεβλεπόταν το Σεπτέμβριο) και θα διαμορφωθεί στο 1,8% το 2025. Η παγκόσμια οικονομία, σύμφωνα με την επικεφαλής της ΕΚΤ, επιβραδύνεται επίσης σε ένα πλαίσιο συνεχιζόμενης γεωπολιτικής αβεβαιότητας, ειδικά λόγω του αδικαιολόγητου πολέμου της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας. Ωστόσο, όπως είπε, είναι θετικό ότι η απασχόληση αυξήθηκε κατά 0,3% το τρίτο τρίμηνο και η ανεργία έφτασε στο νέο ιστορικό χαμηλό του 6,5% τον Οκτώβριο. Επιπροσθέτως η αύξηση των μισθών πρόκειται να αποκαταστήσει κάποια χαμένη αγοραστική δύναμη, ενδυναμώνοντας έτσι την κατανάλωση.

Η σημερινή αύξηση του επιτοκίου κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες, η οποία συνιστά μία μικρή επιβράδυνση στο ρυθμό ανόδου τους, οφείλεται σύμφωνα με όλους τους αναλυτές, στα πρώτα θετικά σημάδια που εμφανίζονται στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, παρόλο που όπως αποτυπώνεται στις αναθεωρημένες προβλέψεις, η αποκλιμάκωση του θα απαιτήσει τουλάχιστον ένα χρόνο ακόμη.

Η ΕΚΤ απεφάσισε επίσης να αρχίσει σταδιακά να μειώνει το μέγεθος του Ενεργητικού της, περιορίζοντας τα ποσά των ομολόγων που θα επανεπενδύει σε σχέση με αυτά που λήγουν. Υπενθυμίζεται ότι μέσω των διαφόρων προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης που έχει εφαρμόσει τα τελευταία χρόνια η ΕΚΤ, αλλά και του προγράμματος πανδημίας (το γνωστό ΡΕΡΡ) στο οποίοι συμμετείχαν και τα ελληνικά ομόλογα, έχει συγκεντρώσει στο χαρτοφυλάκιο της ομόλογα ονομαστικής αξίας περίπου 5 τρις.ευρω. Όπως ανακοίνωσε σήμερα η Κριστίν Λαγκάρντ, στη συνεδρίαση του Φεβρουαρίου το Διοικητικό Συμβούλιο θα ανακοινώσει τις λεπτομερείς παραμέτρους για τη μείωση του χαρτοφυλακίου που έχει «χτίσει» στο πλαίσιο του προγράμματος ΑΡΡ.

Πάντως το δ.σ της ΕΚΤ πρόκειται να συνεχίσει την επανεπένδυση, πλήρως, των κεφαλαίων από τη λήξη των ομολόγων που λήγουν στο πλαίσιο του APP έως το τέλος Φεβρουαρίου 2023. Στη συνέχεια, το χαρτοφυλάκιο APP θα μειωθεί με συγκεκριμένο ρυθμό. Η μείωση θα ανέλθει στα 15 δισ. ευρώ το μήνα κατά μέσο όρο μέχρι το τέλος του δεύτερου τριμήνου του 2023 και ο μετέπειτα ρυθμός του θα καθοριστεί με την πάροδο του χρόνου.

Οσον αφορά στο πρόγραμμα ΡΕΡΡ μέσω του οποίου η ΕΚΤ έχει αγοράσει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ύψους 39,6 δις ευρώ το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει την επανένδυση, πλήρως, των κεφαλαίων από την αποπληρωμή ομολόγων που λήγουν τουλάχιστον έως το τέλος του 2024.

Κατά μισή μονάδα αύξησε τα επιτόκια η ΕΚΤ

Στην τέταρτη διαδοχική αύξηση των επιτοκίων κατά μισή μονάδα αυτή τη φορά, προχώρησε πριν από λίγο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Στη διάρκεια των τελευταίων τριών μηνών η ΕΚΤ έχει προχωρήσει στην αύξηση του επιτοκίου καταθέσεων (από τις τράπεζες) στο 1,5% από το -0,5% που ήταν πριν, ενώ το επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης είχε φθάσει στο 2% από 0%. Πλέον, μετά την αύξηση το επιτόκιο καταθέσεων διαμορφώνεται στο 2% και της κύριας αναχρηματοδότησης στο 2,5%. Παράλληλα, έχει προχωρήσει σταδιακά στην «απόσυρση» των μέτρων που είχε υιοθετήσει στο πλαίσιο της ποσοτικής χαλάρωσης, σε μία προσπάθεια να αναχαιτίσει την αλματώδη αύξηση του πληθωρισμού.

Η σημερινή αύξηση του επιτοκίου κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες συνιστά μία μικρή επιβράδυνση στο ρυθμό ανόδου τους, οφείλεται σύμφωνα με όλους τους αναλυτές, στα πρώτα θετικά σημάδια που εμφανίζονται στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Υπενθυμίζεται ότι οι δύο προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων ήταν της τάξεως των 0,75 μονάδων. Όπως ανακοίνωσε η ΕΚΤ σύμφωνα με τις νέες προβλέψεις ο πληθωρισμός θα φθάσει φέτος το 8,4% για να υποχωρήσει στο 6,3% το 2023 και στο 3,4% το 2024, από 2,3% που προέβλεπε τον περασμένο Σεπτέμβριο. Ο πληθωρισμός προβλέπεται πλέον να υποχωρήσει στο 2,3% το 2025!

Όσον αφορά στην ανάπτυξη, η ΕΚΤ προβλέπει για φέτος αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,4% (από 3,1%) όμως το 2023 η αύξηση του ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο 0,5% από 0,9% που προέβλεπε τον Σεπτέμβριο και το 2024 η ανάπτυξη θα φθάσει το 1,9% (όσο προβλεπόταν τον Σεπτέμβριο) και θα διαμορφωθεί στο 1,8% το 2025. Η νέα αύξηση αυτή του επιτοκίου αναμένεται να επιβαρύνει περαιτέρω τους δανειολήπτες οι οποίοι έχουν συνάψει με τις τράπεζες συμβάσεις κυμαινομένου επιτοκίου, με βάση υπολογισμού το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι οι προθεσμιακές αγορές χρήματος προεξοφλούν ότι η νέα αυτή αύξηση των επιτοκίων δεν θα είναι και η τελευταία. Ήδη «τιμολογούν» ότι το επιτόκιο καταθέσεων θα φθάσει το 2,75% εντός του πρώτου τριμήνου του 2023.

Επίσης, η ΕΚΤ αποφάσισε σήμερα να περιορίσει από τον ερχόμενο Μάρτιο τις αγορές ομολόγων αντικαθιστώντας εκείνα τα ομόλογα που έχει στο χαρτοφυλάκιο της και λήγουν. Υπενθυμίζεται ότι μέσω των διαφόρων προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης που έχει εφαρμόσει τα τελευταία χρόνια η ΕΚΤ, αλλά και του προγράμματος πανδημίας (το γνωστό ΡΕΡΡ) στο οποίοι συμμετείχαν και τα ελληνικά ομόλογα, έχει συγκεντρώσει στο χαρτοφυλάκιο της ομόλογα ονομαστικής αξίας περίπου 5 τρισ. ευρώ. Από αυτά αναλυτές υπολογίζουν ότι του χρόνου θα λήξουν περί τα 200 εκατ. ευρώ. Η απόφαση αυτή αναμένεται να οδηγήσει στον περιορισμό της ρευστότητας από το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Facebook Comments