Oι πρώτες δημοσκοπήσεις του 2023 που δείχνουν πως εισέρχονται οι πολιτικές δυνάμεις στο τελευταίο μάλλον τρίμηνο των εκλογών, δεν κατέγραψαν καμία συγκλονιστική αλλαγή.
Η Ν.Δ με ποσοστό κατά μέσο όρο 32.5% στην πρόθεση ψήφου επιβεβαιώνει την αντοχή της περνώντας μια κυβερνητική θητεία μέσα από κρίσεις (covid, επίθεση στον Έβρο, συνεχής Τουρκική επιθετικότητα, παγκόσμια ενεργειακή κρίση και κύμα πληθωρισμού, ακρίβειας κ.λ.π) , επιβεβαιώνει όμως και το σταθερά μεγάλο προβάδισμά της κατά 7%-8% έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Το νέο είναι η δημοσκοπική πτώση του ΠΑΣΟΚ από το 14.5% (Ιανουάριος 2022) στο 10% τώρα, πάντα μιλώντας για απλή πρόθεση ψήφου. Ασφαλώς έχει ξεφύγει από τις επιδόσεις 6%-7% που σημείωνε μέχρι τον Οκτώβριο του 2021 και διαθέτει κοινωνικές, πολιτικές εφεδρείες που μένει να αποδειχθεί αν με την κατάλληλη στρατηγική μπορεί να ανεβάσει τα ποσοστά του. Όμως αυτή η πτώση είναι σημαντική και δεν μπορεί να μην αξιολογείται
Αυτή η μονοτονία των ευρημάτων που μπορεί ανά διαστήματα να δείχνουν διακυμάνσεις που όμως δεν αλλάζουν την ουσία των πολιτικών συμπερασμάτων, διαμορφώνουν στην πολιτική ζωή του τόπου ένα κλίμα ότι το αποτέλεσμα των εκλογών είναι προδιαγεγραμμένο. Ασφαλώς η πρωτιά της Ν.Δ που συμπληρώνει επτά χρόνια στις δημοσκοπήσεις (από την εκλογή του Κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ τον Ιανουάριο του 2016), σε κανονικές συνθήκες δεν ανατρέπεται. Ωστόσο, αν σκεφτούμε ότι το βασικό διακύβευμα της ερχόμενης εκλογικής μάχης είναι βασικά η δυνατότητα ή όχι αυτοδύναμης Κυβέρνησης και όχι απλά η πρωτιά, η σιγουριά συνιστά σφάλμα που εμπεριέχει κινδύνους. Οι 7 ή 8 μονάδες διαφορά της Ν.Δ από τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου, διαφορά που είδαμε σε όσες δημοσκοπήσεις δημοσιεύτηκαν αυτές τις μέρες δημιουργούν μια αίσθηση πιθανής ευκολίας που αντικειμενικά καλλιεργεί ένα κλίμα εφησυχασμού, γεγονός πολύ επικίνδυνο ενόψει εκλογικής αναμέτρησης. Η Ν.Δ φαίνεται να «παλεύει» με αξιώσεις την αυτοδυναμία στις δεύτερες εκλογές, αλλά οι εκτιμήσεις με βάση τα δημοσκοπικά ευρήματα είναι οριακές. Πολλοί δε είναι και οι αστάθμητοι παράγοντες που μπορεί να προκύψουν, όπως οι συνθήκες των εκλογών, το διεθνές περιβάλλον και οι κίνδυνοι που μπορεί να αντιμετωπίσει η χώρα ακόμα και ένα τυχαίο γεγονός κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
Οι εκλογές δεν κερδίζονται από τις δημοσκοπήσεις. Αυτές δεν είναι παρά η φωτογραφία της στιγμής. Και η υποτίμηση του αντιπάλου μόνο κακό μπορεί να φέρει. Εξάλλου, οι ίδιες οι δημοσκοπήσεις είναι γεμάτες από γκρίζες ζώνες.
Ο μεγάλος άγνωστος των εκλογών αφορά την ψήφο στην πρώτη κάλπη. Το πως θα εκληφθούν οι πρώτες εκλογές της απλής αναλογικής αποτελεί κρίσιμο θέμα. Αν επικρατήσει η άποψη ότι είναι περίπου διαδικαστικές και ότι « σοβαρές εκλογές » θα είναι οι δεύτερες, υπάρχει κίνδυνος – κυρίως για τη Ν.Δ, αλλά όχι μόνο- ένα τμήμα δυνητικών, αλλά κάπως δυσαρεστημένων ψηφοφόρων να εκφράσει ευκολότερα την ενόχλησή του, να θελήσει να στείλει πιο απελευθερωμένος μήνυμα. Η κυριαρχία μιας τέτοιας αντίληψης είναι δυνατόν να φέρει σημαντικές αποκλίσεις από τα σημερινά δημοσκοπικά ευρήματα. Είναι αυτονόητο, ότι το αποτέλεσμα των πρώτων εκλογών θα αποτελέσει το « σκαλί» για την επίτευξη της αυτοδυναμίας στις δεύτερες εκλογές. Αν στις πρώτες εκλογές η Ν.Δ κυμανθεί σχετικά κοντά στον πήχη της αυτοδυναμίας , τότε οι πιθανότητες να την αποκτήσει στις δεύτερες είναι πολλές. Αν η αφετηρία είναι από πιο χαμηλά, ασφαλώς μειώνονται.
Ταυτόχρονα υπάρχουν δύο τουλάχιστον κρίσιμες γκρίζες ζώνες.
Πρώτη γκρίζα ζώνη είναι οι νέοι 17-24 και 25-34, που μεταξύ τους υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις και δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται ως ενιαία εκλογική κατηγορία. Σημειώνεται δε ότι περίπου 400.000 νέοι θα συμμετέχουν για πρώτη φορά σε εκλογές. Πως θα συμπεριφερθούν; Ποιος έχει μετρήσει τους νέους, έχει διερευνήσει ολοκληρωμένα τα πιστεύω, τις αρχές και τις προτεραιότητες που θα καθορίσουν και την ψήφο τους; Δυστυχώς δεν υπάρχουν τα επιστημονικά εργαλεία για να υπολογιστεί πως σκέφτονται οι 17αρηδες, πως διαμορφώνουν κοινωνική, άρα και εκλογική συμπεριφορά. Ασφαλώς κύριο μέλημα όσων υλοποιούμε έρευνες, είναι η διασφάλιση της της σωστής εκπροσώπησης αυτών των ηλικιών αφού αντικειμενικά αποτελούν ένα κρίσιμο κοινό, αλλά μικρό στο σύνολο του εκλογικού σώματος σε μια χώρα που γηράσκει. Είναι διαφορετικό να εικάζουμε αν την ημέρα των εκλογών θα επιλέξουν την κάλπη ή θα πάνε εκδρομή και άλλο να έχουμε μελετήσει επισταμένα τη συμπεριφορά και να έχουμε καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα. Τέτοια δυστυχώς δεν υπάρχουν.
Τι γνωρίζουμε σίγουρα; Ότι αν στον εκτιμώμενο πληθυσμό το 2017 οι νέοι 17-34 υπολογίζονταν στο 24% ( 10% οι 17-24 και 14% οι 25-34), σ΄αυτούς που ψήφισαν το 2019 το ποσοστό αυτό ήταν 19%( 8% και 11% αντίστοιχα). Οι 35- 54 αποτελώντας το 35% στον πληθυσμό, ήταν 41% στο εκλογικό σώμα και οι 55+ από 41% στον πληθυσμό, ήταν το 44% των εκλογέων. Επίσης, στις εκλογές του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ επικράτησε στις ηλικίες 17 έως 24 ετών με 38% έναντι 30% για την ΝΔ, ενώ στις ηλικίες 25-34 ετών πήρε 36% έναντι 31% αντίστοιχα. Είναι σημαντικό ότι στις σχέσεις εμπιστοσύνης των νέων ανθρώπων με το κομματικό σύστημα υπάρχει πρόβλημα, ότι όλη η σκανδαλολογία μάλλον τους απομακρύνει ακόμα περισσότερο με ότι αυτό σημαίνει για τάση αποχής ή αντισυστημική ψήφο και ότι υπάρχει ρευστότητα στη κομματική επιλογή στην ψήφο. Οι συσχετισμοί σ΄αυτές τις ηλικιακές κατηγορίες δεν φαίνεται δεν έχουν ανατραπεί. Στην πορεία των τελευταίων χρόνων έχουν διαφανεί αλλαγές στους συσχετισμούς σε σχέση με το 2019 στην κατεύθυνση της μείωσης της μικρότερης ή μεγαλύτερης μείωσης, όμως από μέτρηση σε μέτρηση όλα θυμίζουν κινούμενη άμμο.
Η δεύτερη γκρίζα ζώνη είναι οι αναποφάσιστοι. Οι έρευνες τους υπολογίζουν μεταξύ 10%-13% και στην πραγματικότητα αυτό το ποσοστό είναι μεγαλύτερο. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στην απλή παραδοχή, ότι κι αυτοί που δηλώνουν κομματική επιλογή ψήφου μπορεί υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις να διαφοροποιήσουν την στάση τους λόγω ενός συμβάντος, μίας εξέλιξης. Η κομματική ταύτιση μετριέται πια γύρω στο 30% με ότι αυτό σημαίνει. Η σύνθεση των αναποφάσιστων είναι πολύμορφη (αυτοκαθοριζόμενοι δεξιοί που έχουν προβληματισμούς για την πιο κεντρώα οπτική της Ν.Δ που δεν τους ικανοποιεί, κεντρώοι που κάποια θεσμικά θέματα και η αντιμετώπισή τους τους οδηγούν σε ταλαντεύσεις, απογοητευμένοι ψηφοφόροι, αριστεροί που δεν πείθονται από τον αντιπολιτευτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ κ.ά). Το σίγουρο είναι ότι το ποσοστό 10%-13% παραμένει σταθερό και στις ερωτήσεις που τους κάνουμε στις έρευνες ανάμεσα σε ποια κόμματα ταλαντεύονται ή ποιο κόμμα θεωρούν πιθανότερο να ψηφίσουν τελικά, εισπράττουμε σιωπή από το μεγαλύτερο τμήμα τους. Ταυτόχρονα μην ξεχνάμε τον περίφημο ΚΑΝΕΝΑ στην καταλληλότητα για Πρωθυπουργός, αλλά και στο ποιος Πρωθυπουργός, ποια Κυβέρνηση μπορεί να διαχειριστεί διάφορα κρίσιμα θέματα που ξεπερνάει κατά μέσο όρο το 20%.
Τι σημαίνουν τα παραπάνω; Η πορεία προς τις εκλογές δεν είναι, δεν μπορεί να είναι μια πορεία γεμάτη βεβαιότητες και πολλά θα εξαρτηθούν από τους παραπάνω παράγοντες, όπως και από την αποτελεσματικότητα των στρατηγικών που θα ακολουθήσουν τα κόμματα, όπως και η γενική αίσθηση που θα κυριαρχήσει για την πορεία της χώρας αλλά το πως βλέπουν οι πολίτες τη θέση τους σ΄αυτή.
Άλλωστε κανένας αγώνας δεν κερδήθηκε ποτέ από τα αποδυτήρια.
Facebook Comments