Αυξημένο ενδιαφέρον εκ μέρους των εγχώριων επιχειρήσεων, τα τελευταία χρόνια, για θέματα Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ) και για εκπόνηση απολογισμών βιωσιμότητας, καταγράφει έρευνα της Icap Group.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, το 2012 στην Ελλάδα εκδόθηκαν περί τους 35 απολογισμούς βιωσιμότητας βάσει των κατευθυντηρίων οδηγιών του Global Reporting Initiative-GRI (Μη κερδοσκοπικός οργανισμός για την προώθηση και δημοσιοποίηση απολογισμών βιωσιμότητας οργανισμών και επιχειρήσεων).

Μέχρι πρόσφατα, η ΕΚΕ και ιδιαίτερα η έκδοση απολογισμών βιωσιμότητας αποτελούσαν ενέργειες μεγάλων πολυεθνικών. Όμως, η άνοδος της ΕΚΕ, ως ένα νέο είδος δημοσίων σχέσεων και μάρκετινγκ, απέσπασε την προσοχή των διαφόρων οργανισμών, που την ενσωμάτωσαν στη λειτουργία των ανωτέρω τμημάτων.

Η Icap παρατηρεί, πάντως, πως λόγω της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο ιδιωτικός τομέας διανύει μια δύσκολη περίοδο, όπου στο πλαίσιο των συνεχόμενων περικοπών στους προϋπολογισμούς και στα σχέδια ανάπτυξης των εταιρειών, η θέση και η σημασία της ΕΚΕ κλονίζεται. Εταιρείες οι οποίες δεν έχουν ενσωματώσει την ΕΚΕ σε όλα τα στάδια λειτουργίας τους, δεν θα μπορούν να αποτιμήσουν και να εκτιμήσουν την αξία της ΕΚΕ για τη συνολική οικονομική βιωσιμότητά τους. Ως αποτέλεσμα, σε ανταπόκριση των οικονομικών δυσκολιών τους, περαιτέρω σχέδια ανάπτυξης και επένδυσης σε θέματα ΕΚΕ ενδέχεται να διακοπούν.

Ειδικότερα, από την έρευνα της Icap σε δείγμα 93 επιχειρήσεων προκύπτει, μεταξύ άλλων, πως, παρά την κατανόηση για την σημαντικότητα της ΕΚΕ, η πλειοψηφία των εταιρειών του δείγματος (53,6%) θεωρεί ότι ο βαθμός εφαρμογής των πρακτικών ΕΚΕ από το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων εξακολουθεί να κυμαίνεται σε μέτρια επίπεδα.

Οι ενέργειες των εταιρειών που αφορούν στην κοινωνία καλύπτουν πλέον το μεγαλύτερο μερίδιο (31,1% το 2014) στο συνολικό τους προϋπολογισμό για δράσεις ΕΚΕ. Οι μεγάλες επιχειρήσεις φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται τη σπουδαιότητα και την πολυδιάστατη έκφανση του κοινωνικού τους ρόλου, δεδομένης της οικονομικής ύφεσης που βιώνει η χώρα την τελευταία πενταετία. Ακολουθούν οι δράσεις σχετικά με το ανθρώπινο δυναμικό (28,9% του συνολικού προϋπολογισμού ΕΚΕ), το περιβάλλον (23,9%) και την αγορά (16,1%).

Ορισμένες από τις κυριότερες πρακτικές ΕΚΕ που εφαρμόζονται σε «πολύ» ή «πάρα πολύ» σημαντικό βαθμό από τις εταιρείες του δείγματος είναι οι εξής: α) η παροχή ίσων ευκαιριών προς όλους τους εργαζομένους (87,5%) β) οι δυνατότητες εκπαίδευσης ή βελτίωσης των δεξιοτήτων του προσωπικού (81,9%) γ) η εφαρμογή συστήματος διαχείρισης-διασφάλισης ποιότητας των προϊόντων (81,7%) δ) τα εσωτερικά προγράμματα ανακύκλωσης (76,4%) ε) η πρόσθετη ιατροφαρμακευτική κάλυψη στο προσωπικό (75,0%) στ) οι δωρεές και χορηγίες σε χρήμα ή/και είδος (73,6%) και ζ) ο έλεγχος της καταναλισκόμενης ηλεκτρικής ενέργειας και οι ενέργειες για μείωσή της (68,6%).

Η συνεισφορά στο κοινωνικό σύνολο αξιολογήθηκε ως «πολύ» ή «πάρα πολύ» σημαντικό όφελος που επιφέρουν οι δράσεις ΕΚΕ από το 91,2% των εταιρειών του δείγματος. Ακολούθησε η προσέλκυση και διατήρηση υψηλού επιπέδου ανθρωπίνου δυναμικού με ποσοστό 87,1% και τα υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης και σταθερότητας των πελατών με 83,8%.

Τέλος, το οικονομικό κόστος (26,8%) θεωρείται ο κυριότερος ανασταλτικός παράγοντας υλοποίησης ΕΚΕ από τις ελληνικές επιχειρήσεις και ακολουθεί η έλλειψη ενημέρωσης (22,0%) και η έλλειψη ειδικευμένων συνεργατών (17,6%).

Facebook Comments