Είναι δύσκολο να πείσεις κάποιον, ή τουλάχιστον είναι δύσκολο σε μένα να πείσω πολλούς ολοένα και συχνότερα στις μέρες μας. Τη μεγαλύτερη δυσκολία αντιμετωπίζω με όσους έχουν μικρή επαφή με κάποιο αντικείμενο, κι ακόμη περισσότερη μ’ εκείνους που έχουν μεν μικρή επαφή αλλά δεν το γνωρίζουν, κι αντιθέτως πιστεύουν πως είναι ειδήμονες. Ίσως γενικεύω τώρα, αλλά μου φαίνεται πως τις πλέον ακλόνητες και βαθύτερα ριζωμένες πεποιθήσεις έχουν όσοι έχουν ελάχιστη γνώση εφ’ ενός αντικειμένου, και τούτο όχι διότι αν είχαν την επαρκή γνώση θα ήταν ευκολότερο να τους πείσω, αλλά διότι δεν απέκτησαν γνώση επειδή δεν την αναζήτησαν εξ αρχής, αφού είτε δεν πήραν ποτέ τους είδηση πως η γνώση ωφελεί σε κάτι, είτε δεν ένιωσαν πως τους έλειπε, είτε τέλος γιατί κι όπως είναι καλά τούς πάνε τα πράγματα, οπότε γιατί να μπαίνουν σε κόπο;

Τώρα θα μου πείτε, τί είναι η γνώση; Είναι πολλά πράγματα μαζί, και τούτο αρκεί για να περιπλέξει την υπόθεση και ν’ αποθαρρύνει ακόμα και τον αναγνώστη αυτού του άρθρου. Κάπου εδώ ήλπιζα η εξοικείωση με τον όρο «γνώση» να με απαλλάξει απ’ την υποχρέωση να τον ορίσω, γιατί είμαι κάμποσο τεμπέλης.

Γνώση είναι όταν έρθεις αντιμέτωπος με ένα ερώτημα να είσαι σε θέση να δώσεις αληθινές κι ορθές απαντήσεις στο πώς, το γιατί, το πότε, το ποιός, το πού, με τρόπους που ερμηνεύουν επαρκώς, αιτιακώς, χρονικώς, κ.ο.κ., το αντικείμενο, και το τοποθετούν στα συμφραζόμενά του με τόση επιτυχία ώστε να εξηγείται κι αυτό το ίδιο αλλά καί τα συμφραζόμενά του κάπως καλύτερα από ότι πριν τεθούν τα ερωτήματα αυτά.

Η γνώση είναι πολλών λογιών, αλλ’ αυτή για την οποία μόλις μίλησα ανωτέρω είναι μια ειδική γνώση που έρχεται εκ των υστέρων, κι έτσι είναι μια ελιτίστικη σοφία που την κατέχουν όσοι διαθέτουν την πολυτέλεια της χρονικής απόστασης από τα γεγονότα, τότε που όλα τα κομμάτια του παζλ μπορούν να τοποθετηθούν ψύχραιμα στη θέση τους απ’ το χέρι ενός παντεπόπτη. Στις επιστήμες που μελετούν το παρελθόν, όπως η αρχαιολογία κι η ιστορία, παλεύουμε να συναρμολογήσουμε διαρκώς παζλ, και οι πιο εστέτ από μας να επανασυνθέσουμε ψηφιδωτά και να συμπληρώσουμε κενά αιώνων με ελάχιστα υλικά.

Είναι μια ψυχοφθόρος και προδοτική ενασχόληση. Υπόκεισαι διαρκώς στην αποκαρδιωτική κριτική εχθρικών συναδέλφων που θέλουν να σ’ επιστρέψουν πίσω με μια σειρά ερωτημάτων που δεν οδηγούν πουθενά, κι αυτό γιατί είναι μικρόψυχοι και δεν μοιράζονται εύκολα τον τίτλο του συναδέλφου με κανέναν. Εξασφαλίζεται έτσι όμως μια αυστηρότητα που καταλήγει στην αποκάλυψη της αλήθειας, κυρίως μέσα από τη σύγκριση, την ανάλυση, αλλά καί την διαίσθηση που προκύπτει όμως απολύτως μέσα από τη λογική κι εμπειρική προσέγγιση της πραγματικότητας και την τριβή με το αντικείμενο και τις φανερώσεις του μέσα στο χρόνο.

Κάπως έτσι, όμως, εξηγείται που το παρόν δεν μας είναι ολοφάνερα ερμηνεύσιμο, «βλέπομεν γαρ άρτι δι εσόπτρου εν αινίγματι», ενώ για το παρελθόν πολλά μπορούμε να πούμε μ’ ασφάλεια. Ε και λοιπόν; Τί κέρδος έχουμε έστω που κατορθώνουμε αυτό;

Νομίζω κανένα. Δεν μας διδάσκει τίποτα η ιστορία, όχι γιατί δεν μπορεί να μας διδάξει, αλλά γιατί δεν λέμε να διδαχθούμε κάτι. Θα μου πείτε τώρα, τί είναι η μάθηση; Μάθηση είναι η τροποποίηση της συμπεριφοράς μας με τρόπο που θα μας επιτρέψει να προσαρμοστούμε καλύτερα στις εξωτερικές συνθήκες, κι όταν λέμε καλύτερα εννοούμε ωφελιμότερα κι επαρκέστερα. Μπορεί άραγε κανείς μας να ισχυριστεί ότι τροποποιήσαμε τη συμπεριφορά μας επωφελέστερα τις τελευταίες δεκαετίες διδασκόμενοι από τα δεινά και τα λάθη περασμένων εποχών; Μήπως εξέλιπαν στις μέρες μας οι πολεμικές συγκρούσεις, οι κοινωνικές ανισότητες, οι εκτροπές του βίου, και οι στρεβλώσεις που οδηγούν σ’ επαναλήψεις σφαλμάτων;

Η λέξη σφάλμα σημαίνει στην κυριολεξία την πτώση. Άσφαλτος, που ουδείς εξ ημών είναι, όπως φέρεται να έχει πει η Λαίδη—μία είναι η Λαίδη, κι ορκίζομαι στ’ όνομά της—είναι εκείνο το συνδετικό οικοδομικό υλικό που τοποθετούσαν ώστε κατά τη συναρμογή των πλίνθων και των λίθων να προκύψει ένας στέριος τοίχος που δεν θα πέσει, όσο γίνεται βέβαια.

Εμείς στις επιστήμες του παρελθόντος, που ποτέ τους δεν προορίζονται να γίνουν επιστήμες του μέλλοντος εισοδηματικώς τουλάχιστον, είμαστε κάτι σαν τους χτίστες των μελλοντικών κοινωνικών τοίχων, μεταφορικά πάντοτε, που οικοδομούμε συλλογικές αναπαραστάσεις του παρελθόντος και του παρόντος, εντυπώσεις δηλαδή, των στιγμών του βίου ανθρώπων και κοινοτήτων. Μερικές φορές λέμε πράγματα που συγκρούονται με τις κατεστημένες αντιλήψεις κι εντυπώσεις, και τότε μας παίρνουν με τις πέτρες. Άλλες φορές πάλι, δεν μας παίρνουν με τις πέτρες, συνήθως γιατί λέμε αυτά που θέλουν ν’ ακούσουν, αυτά που ήδη νομίζουν πως ξέρουν, κι επειδή δεν τα ξέρουν καλά, έχουν γι’ αυτό και τις πλέον ακλόνητες πεποιθήσεις περί τούτων, και δυσανασχετούν αν επιχειρήσουμε να τις κλονίσουμε. Βλέπετε, εάν κλονιστεί κάτι που δεν έχει επιστρωθεί με συνδετική άσφαλτο, τότε πέφτει, και κανείς δεν είναι ευχαριστημένος όταν συμβεί κάτι τέτοιο.

Μερικές φορές, για να μην πέσει κάτι δεν αρκεί να το οικοδομήσουμε με την συνδετική άσφαλτο της αλήθειας και της ορθής συλλογιστικής, αλλά κάποιος θα βρεθεί να προτείνει να το θεμελιώσουμε πάνω στη γυναίκα του πρωτομάστορα, ώστε να τρέμει όπως τα βουνά, άρα να μην τρέμει καθόλου. Γενικώς αυτή η αμφιλεγόμενη οικοδομική πρακτική έχει κυρίως θύματα τις γυναίκες. Υπάρχει κάτι αγαπητικό και μητρικό στη συμπεριφορά τους κι αυτοθυσιαστικό, πάνω στο οποίο πατούν όλες οι κοινότητες των ανθρώπων για να ορθώσουν γεφύρια. Κι οι άνδρες αυτοθυσιάζονται, αλλά εισπράττουν και περισσότερα στο ταμείο της δόξας και της υστεροφημίας, ακόμα κι όταν παραμένουν άγνωστοι και δεν γράφονται τραγούδια για τους ήρωες.

Χτίζουμε, που λέτε, αόκνως, που έλεγαν κάποτε, τότε που έβαζαν κι ωραία πνεύματα και περισπωμένες στις λέξεις. Αλλά μέχρι να τα χτίσουμε έχει περάσει ο καιρός κι όσοι τα έζησαν έχουν πια πεθάνει, κι ουδέν ωφελούνται, ενώ όσοι ζουν δεν ενδιαφέρονται να τα διαβάσουν, και παρομοίως κανείς τους δεν ωφελείται από τις κομψές μας ερμηνείες, τα πανέμορφα ψηφιδωτά μας, τα γεφύρια με τα υδραυλικά τους κονιάματα που αντέχουν στις βροχές και τις πλημμύρες. Όμως μολονότι τα γεφύρια είναι εκεί έτοιμα και με ψηλές αψίδες για να τα διαβεί ο περαστικός, εάν τύχει και φτάσει στα ποτάμια, και τα φράγματά μας τά ’χουμε υψώσει, και τους δρόμους μας έχουμε ασφαλτοστρώσει, κανείς δεν νοιάζεται. Γιατί έχουν την ακλόνητη πεποίθηση ότι δεν θα ξαναβρέξει, και δεν θα ξαναφουσκώσουν τα ποτάμια, κι οι ορμητικοί χείμαρροι δεν θα υπερχειλίσουν, και κανείς δεν θα πνιγεί, κι αντί να πάνε απ’ τον στρωμένο δρόμο πάνε από κάτι πλαγιές επιρρεπείς στις κατολισθήσεις.

Πού και πού η διάβρωση ξεκολλάει ολόκληρους βράχους κι αυτοί παρασύρουν με τη σειρά τους σαν ντόμινο όλη την πλαγιά μέσα στο ποτάμι, και την παίρνει το ποτάμι—και κανένα υπονοούμενο δεν περιέχεται εδώ ή product placement για τον Σταύρο τον Θεοδωράκη με το σακκίδιο. Όλα όσα γράφω είναι υπονοούμενα κι αλληγορίες για τον Ντόναλντ τον Τραμπ, τη Χίλαρυ, το Μπρέξιτ, τον Τσίπρα, τη γερμανική ηγεμονία, και τον γαλλικό ενδοτισμό στην Ευρώπη.

Τίποτα απ’ όσα έχουμε γράψει τις τελευταίες δεκαετίες οι ιστορικοί, και τίποτα απ’ όσα έστω έχουν παραχθεί στην τέχνη, π.χ. στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, δεν μοιάζει να ήταν αρκετό για να προειδοποιήσει τη γενιά μας για τα λάθη που τόσο εύκολα ξανακάναμε. Οι άνθρωποι μοιάζουν να μην αλλάζουν, αφού δεν εξηγείται αλλιώς: όσοι έζησαν τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που οδήγησαν από τη δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου και την έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου μέχρι τις ακήρυχτες συρράξεις του σήμερα έχουν πεθάνει ή αποσυρθεί σιωπηλοί αφήνοντας το προσκήνιο σε διαφόρων λογιών ηγέτες και λαούς εξίσου διψασμένους να χειριστούν την εξουσία και τη δύναμή τους για να εγκαθιδρύσουν καταπιεστικές ηγεμονίες, όλες στηριζόμενες πάνω στη συμφέρουσα για τους ίδιους στρέβλωση της λειτουργίας των θεσμών και των περιθωρίων που τους παρέχουν οι νομιμοφανείς διαδικασίες και διεθνείς συνθήκες, παραγνωρίζοντας πως φλερτάρουν επικίνδυνα με τη λαϊκή δυσφορία. Ενεργούν με γνώμονα το κέρδος, κι αυτό προβάλλεται ως κάτι καλό και θεμιτό. Το πρόβλημα όμως βρίσκεται στο τί ορίζεται ως κέρδος.

Πάρτε για παράδειγμα τη νέα γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη. Αξιοποιώντας στο έπακρο τις κοινοτικές διαδικασίες, δηλαδή στυλώνοντας κοντόφθαλμα κι ωφελιμιστικά τα ποδάρια της σαν στριφνή γαϊδάρα μέχρι να περάσει το δικό της, κατέστησε αφόρητη σε κάμποσους λαούς την ανελαστική επιβολή της πολιτικής της, και τώρα εκείνοι αναζητούν διεξόδους στις ίδιες ολισθηρές πλαγιές της ακροδεξιάς, του εθνικισμού, και του λαϊκισμού. Αν ρωτήσετε την Άγκελα, θα σας πει πως κινείται απολύτως στο πλαίσιο των διαδικασιών, και θα το πιστεύει: προέρχεται άλλωστε από μία κουλτούρα ιδανικά προσαρμοσμένη στο ν’ ακολουθεί πιστά το γράμμα των νομίμων διαδικασιών, με την ίδια αφοσίωση είτε είναι για να χτίσει χαλυβουργεία είτε για να χτίσει κρεματόρια. Δεν θα πάει ποτέ ο νους της πως ίσως να κάνει κάτι στραβά και πως τα σφάλματά της εν καιρώ ακόμη δημοκρατίας δύνανται να οδηγήσουν στην πτώση της δημοκρατίας και την άνοδο μιας τυραννίδος. Ελάτε τώρα, πότε έγιναν αυτά τα πράγματα για να γίνουν τώρα; Όχι, περιμένετε, έγιναν, στην ίδια μάλιστα χώρα, λιγότερο από έναν αιώνα πριν.

Οι ελίτ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, του ωκεανού δηλαδή που πήρε τ’ όνομά του από τη βυθισμένη ήπειρο της αλαζονικής Ατλαντίδας, έχουν τις ίδιες αυταπάτες, πως μπορούν εσαεί χωρίς ουδεμία επίπτωση ν’ αρμέγουν τον λαό τους, να τον χρεώνουν με τρισεκατομμύρια δολλάρια χρέους, να τον απολύουν την ίδια στιγμή που τα μεγαλοστελέχη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων λαμβάνουν μπόνους παρουσιάζοντας την κρατική επιχορήγηση ως κερδοφορία, και να τον πετάνε έξω απ’ τις κατοικίες του χωρίς δεύτερη σκέψη. Αναμενόμενο ν’ αναδειχθούν δυο τρεις προβεβλημένοι ως αντισυστημικοί Μεσσίες που υπόσχονται τα πάντα στους πάντες, κι αν δεν ήταν ο Τραμπ θα ήταν ο Σάντερς, ώστε ν’ αποκομίσουν τα οφέλη της λαϊκής συμπάθειας και ν’ αποσπάσουν την ψήφο, που δεν ήταν καν πλειοψηφική βέβαια, αλλά ήταν επαρκής ώστε ν’ αναδείξει έναν τέτοιο ηγέτη. Τι κι αν είναι ψευδεπίγραφοι Μεσσίες;

Κανείς δεν διαβάζει τη γραφή στον τοίχο, κι όποιος τη διαβάζει δεν την κατανοεί, βλ. Δανιήλ, κεφ. 5. Διαβάζουμε εκεί πως ο βασιλεύς Βαλτάσαρ της Βαβυλώνος παρέθεσε ένα πλούσιο συμπόσιο, κι ενώ είχε πλείστα όσα δικά του σκεύη που ήδη εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του συμποσίου, διέταξε να του φέρουν τ’ αργυρά και χρυσά σκεύη του Ναού του Σολομώντος για να πιει κρασί κι απ’ αυτά, που ο πατέρας του Ναβουχοδονοσόρ είχε αρπάξει και μεταφέρει στην Βαβυλώνα. Τότε ένα χέρι έγραψε στον τοίχο «μανή, θεκέλ, φάρες», Δανιήλ 5:25, γραφή που κανείς δεν μπορούσε να ερμηνεύσει, πλην του Δανιήλ, που εξήγησε στον βασιλέα ότι η βασιλεία του μετρήθηκε, ζυγίστηκε απ’ τον Θεό, βρέθηκε να υστερεί, και πως θα διαιρείτο και θ’ αποδιδόταν στους Μήδους και τους Πέρσες. Μικρό το όφελος, αφού το ίδιο βράδυ φονεύθηκε ο Βαλτάσαρ, και η ένδοξη πόλη του κατακτήθηκε από τον Δαρείο τον Μήδο.

Ο Βαλτάσαρ δεν πίστευε πως είχε μόλις διατάξει κάτι έξω απ’ την εξουσία του, κάτι βλάσφημο, κάτι που υπερέβαινε τα όρια του αξιώματός του. Ακολουθούσε κι αυτός τις διαδικασίες. Ήταν άλλωστε ο μεγάλος βασιλεύς των τεσσάρων μερών της Γης. Μέχρι που ήρθε ένας μεγαλύτερος. Έκπληξη για τον ίδιο τον Βαλτάσαρ, βέβαια.

Εμείς στην ιστορία δεν έχουμε προφητικό χάρισμα, αλλά έχουμε το νου μας για σημάδια και γραφές στους τοίχους, και μας αρέσει να τα διαβάζουμε και να ερμηνεύουμε, έστω κι αν πρόκειται για μόλις τρεις λέξεις. Κι επειδή οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, παρά μόνον γηράσκουν και πεθαίνουν παίρνοντας μαζί τους την όποια σοφία αποκόμισαν όσο ζούσαν, οι δ’ επιγενόμενοι δεν καταδέχονται να διαβάσουν και να ωφεληθούν, πού και πού μπορεί να πέσουμε μέσα σε κάποιες εύλογες εκτιμήσεις για το κατά πού τρέπονται τα πράγματα. Όμως, όταν πια στην έσχατη ώρα μάς ζητείται η γνώμη, το ίδιο βράδυ μπορεί και να ’χει αλωθεί η πόλη.

Facebook Comments