Λιγότερο από 18 μήνες έχει η ελληνική κυβέρνηση για να πετύχει τον στόχο που έχει θέσει και επικοινωνήσει στις αγορές, για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έπειτα από 11 χρόνια, εντός δηλαδή του 2023 (αν και έχει μετατεθεί ελαφρώς καθώς πριν λίγο διάστημα ο στόχος ήταν εντός του α’ εξαμήνου του 2023).

Αυτό σε όρους αξιολόγησης σημαίνει ότι πρέπει να έχει ανέβει ένα σκαλοπάτι στην βαθμολογία ενός τουλάχιστον εκ των S&P και DBRS, δύο της Fitch, ή τρία της Moody’s. Η χώρα βρίσκεται ξεκάθαρα σε ανοδική τροχιά αξιολογήσεων τα τελευταία χρόνια και ειδικά εν μέσω της πανδημίας αλλά και της νέα κρίσης αυτής του πληθωρισμού και της ενέργειας, με τους διεθνείς οίκους ωστόσο να μην βιάζονται να «ανεβάσουν» τις βαθμίδες της Ελλάδας όσο πλησιάζει το ορόσημο του investment grade. Βέβαια το περιβάλλον και οι προκλήσεις που έχει δημιουργήσει το σοκ της Covid και ο πόλεμος στην Ουκρανίας, δεν άφησαν περιθώρια για περισσότερη… γενναιοδωρία από τους οίκους, όπως φάνηκε και στις αξιολογήσεις και άλλων χωρών. Ωστόσο, η Ελλάδα η μόνη χώρα στην ευρωζώνη που βρίσκεται εκτός της επενδυτικής βαθμίδας, και έτσι είναι ίσως η μοναδική για την οποία οι αποφάσεις τους έχουν τόσο μεγάλη σημασία καθώς αυτές είναι που θα ορίσουν το πότε θα θεωρείται επενδυτικά μία «κανονική» χώρα.

Σημειώνεται ότι οι επόμενες αξιολογήσεις για τη χώρα μας είναι της Fitch στις 8 Ιουλίου, η διπλή ετυμηγορία από Moody’s και DBRS στις 16 Σεπτεμβρίου, η τρίτη αξιολόγηση της Fitch στις 7 Οκτωβρίου και η τελευταία για το έτος της S&P, στις 21 Οκτωβρίου.

Οι οίκοι είναι ξεκάθαροι με το τι θέλουν να δουν για προχωρήσουν σε αναβάθμιση της Ελλάδας. Όπως έχει σημειώσει η Fitch, oι βασικοί παράγοντες είναι: η συνεχιζόμενη εμπιστοσύνη ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους/ΑΕΠ μειώνεται με σταθερό ρυθμό – χάρη στα χαμηλότερα ελλείμματα, την ισχυρή ανάπτυξη του ΑΕΠ και το χαμηλό κόστος δανεισμού, η συνεχής πρόοδος στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των συστημικών τραπεζών, και η βελτίωση του μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού και των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα εάν υποστηριχθεί από την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Από την πλευρά της S&P η έχει επισημαίνει πως θα μπορούσε να υπάρξει νέα αναβάθμιση, εάν η οικονομική ανάκαμψη είναι ταχύτερη από ό,τι προβλέπεται επί του παρόντος και ισχυρότερη από αυτή των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης, εάν υπάρξει σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών επιδόσεων, σε συνδυασμό με μια αξιοσημείωτη μείωση των NPEs στις τράπεζες. Η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παράλληλα με την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη και τις βελτιωμένες δημοσιονομικές επιδόσεις, είναι επομένως καίριας σημασίας.

Κατά την Moody’s, η οποία έχει διστάσει να αναβαθμίσει την Ελλάδα από τον Νοέμβριο του 2020 και δίνει την πιο «αυστηρή« βαθμολογία, η αξιολόγηση της χώρας θα μπορούσε ένα κινηθεί ανοδικά εάν η περαιτέρω πρόοδος στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οδηγήσει σε ισχυρότερες επενδύσεις και ενισχύσει και σταθεροποιήσει τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.  Μια ταχύτερη μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους από ό,τι προβλέπεται σήμερα θα ήταν επίσης θετική για την αξιολόγηση, όπως και η επίλυση των ζητημάτων ποιότητας του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα.

Το επόμενο ωστόσο διάστημα «περιέχει» για την Ελλάδα ένα γεγονός το οποίο σίγουρα θα βρεθεί το ραντάρ των επενδυτών, πέραν από τις οικονομικές της επιδόσεις και την πορεία του τραπεζικού κλάδου. Αυτό δεν είναι άλλο από τις εκλογές, είτε αυτές γίνουν πρόωρα είτε «κανονικά» την Άνοιξη του 2023. Οι οίκοι – αν και δεν ανησυχούν αυτή τη στιγμή για πολιτική αστάθεια – αν είναι κοντά στο να δώσουν στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα, θα προτιμήσουν να διαμορφωθεί το νέο πολιτικό σκηνικό και να περιμένουν κάποιο διάστημα προτού προχωρήσουν στο επόμενο βήμα.

Αυτό σημαίνει πως εάν η ΕΚΤ δεν ανακοινώσει ένα ισχυρό εργαλείο άμεσα, η Ελλάδα θα μείνει σχεδόν «ξεκρέμαστη» από πλευράς στήριξης, και θα θεωρείται χώρα υψηλού ρίσκου στις αγορές σε μία περίοδο που η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής θα βρίσκεται σε εξέλιξη. Κατά το ξέσπασμα της πανδημίας είχε την τύχη να συμπεριληφθεί στο PEPP, οπότε η χαμηλή της αξιολόγηση  δεν έπαιξε κανέναν ρόλο για τους επενδυτές αφού υπήρχε η «εγγύηση» της ΕΚΤ. Πλέον η εγγύηση αυτή είναι μόνο μέσω των επανεπενδύσεων του PEPP οι οποίες δεν μπορούν να συγκριθούν σε μέγεθος με τα σχεδόν 40 δις. ευρώ που έδωσε η ΕΚΤ για να αγοράσει ελληνικά ομόλογα τα δύο έτη του PEPP. Σε αυτό πλαίσιο, οι πρόωρες εκλογές θα λειτουργήσουν υπέρ του «αγώνα» και την κατάκτηση του investment grade, αν και εφόσον προκύψει μία ισχυρή κυβέρνηση. Αλλιώς το στοίχημα για αυτό το ορόσημο μετατίθεται για πολύ αργότερα, στο β’ εξάμηνο του 2023 το νωρίτερο…

Πάντως αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι πως οι εκλογές αυτή τη φορά δεν αποτελούν γεγονός ανησυχίας για τους οίκους όπως πχ. το 2015, καθώς αποτιμάται ευρέως ότι θα υπάρχει συνέχεια της τρέχουσας πολιτικής καθώς η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχυρή θέση σε ότι αφορά τις δημοσκοπήσεις.

Ούτε και η Fitch φαίνεται να ανησυχεί για την πολιτική σταθερότητα της Ελλάδας. «To σταθερό πολιτικό σκηνικό είναι ένας σημαντικός παράγοντας στις εκτιμήσεις μας και την αξιολόγησή μας, και έχει συμβάλει στην ανοδική τάση της αξιολόγησης της Ελλάδας. Το βασικό μας σενάριο είναι ότι η πολιτική κατάσταση θα παραμείνει σε γενικές γραμμές σταθερή και μετά τις βουλευτικές εκλογές», όπως έχει σημειώσει.

«Όπως έχουν τα πράγματα, οι κίνδυνοι που θέτουν οι εκλογές δεν φαίνονται πολύ μεγάλοι δεδομένου ότι η Νέα Δημοκρατία είναι ακόμα πολύ μπροστά στις δημοσκοπήσεις», σημειώνει και η Capital Economics.

Facebook Comments