Καμιά φορά πρέπει να πιάνεις το νήμα από την αρχή. Ας θυμηθούμε την χρονοσειρά των γεγονότων αλλά και των πολιτικών αποτυπωμάτων τους.

Τον Αύγουστο ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κατήγγειλε στην Δικαιοσύνη την προσπάθεια  «μόλυνσης» του κινητού του με το πασίγνωστο πια predator. Στα χέρια του είχε βεβαίωση της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβούλιο. Δεν επικαλέστηκε ο άνθρωπος κάποια άποψη του κομπιουτερά του όπως είδαμε σε άλλη περίπτωση. Δημιουργήθηκε σάλος, παραιτήθηκαν ο Γρηγόρης Δημητριάδης και ο τότε Διοικητής της ΕΥΠ (Μάλλον τους παραίτησε ο Πρωθυπουργός της χώρας για τους χειρισμούς τους στην συγκεκριμένη περίπτωση), έγινε συζήτηση στην Βουλή, πραγματοποιήθηκε συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, συγκροτήθηκε Εξεταστική Επιτροπή στην θεματολογία της οποίας είχε ενταχθεί και η καταγγελία του Κ.Κ.Ε ότι τα γραφεία του παρακολουθούταν από το 2016 κάτι που φαίνεται ότι ξεχάστηκε στην συνέχεια όλως περιέργως, πραγματοποιηθηκε και πάλι Ολομέλεια της Βουλής για το πόρισμα και η αυλαία έπεσε.

Ενδιάμεσα μάθαμε επισήμως ότι παρακολουθούνταν σίγουρα ο Στέργιος Πιτσιόρλας από την προηγούμενη Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ενώ είδαμε σειρά πρώην στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ να καταγγέλλουν ότι ο Πρωθυπουργός τους Α. Τσίπρας τους παρακολουθούσε (Π. Λαφαζάνης κ.ά). Όλως περιέργως αυτές οι καταγγελίες ξεχάστηκαν, δεν συγκίνησαν όχι μόνο το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τα άλλα κόμματα της Αντιπολίτευσης.

Δεν είναι περίεργη αυτή η αντίδραση. Σ΄όλη αυτή περίοδο δημιουργούσε εντύπωση η υποκρισία των βασικών κομμάτων όπου περίπου εμφανίζονταν ως μη γνωρίζοντες την λέξη παρακολούθηση. Λες και σ΄αυτόν τον τόπο η μνήμη μας δεν μας οδηγεί στην πρώτη μεγάλη υπόθεση υποκλοπών την εποχή Τόμπρα επί Κυβέρνησης Α. Παπανδρέου και στην συνέχεια στην εποχή Μαυρίκη επί Κυβέρνησης Κων/νου Μητσοτάκη, για να φτάσουμε μέχρι και την Κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου.

Οι ηγεσίες των κομμάτων μάλλον πρέπει να καταλάβουν ότι αν αυτές κάνουν πως ξεχνάνε και  οι πολίτες κάνουν πως τις πιστεύουν. Όλη αυτή δε η παθογένεια οδηγεί στο να μην συγκινούνται και ιδιαίτερα από τέτοια θέματα δυστυχώς, πολύ περισσότερο που υπάρχουν καίρια προβλήματα που τους καίνε ( ακρίβεια, ενεργειακή – οικονομική κρίση, κίνδυνοι από την Τουρκική επιθετικότητα κ.ά). Η παραπάνω παρατήρηση δεν σημαίνει ότι η παρακολούθηση του κινητού του Ν. Ανδρουλάκη δεν ήταν μια σοβαρή υπόθεση, για την οποία δεν δόθηκαν εξηγήσεις ούτε για τους λόγους της παρακολούθησης, αλλά ούτε και για την διερεύνηση της υπόθεσης με το predator.

Mέσα σ΄αυτό το κλίμα οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν άλλαξαν. Μετά από μια οριακή κάμψη των ποσοστών  της Ν.Δ τέλη Αυγούστου – αρχές Αυγούστου και μια οριακή άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, οι έρευνες έδωσαν γρήγορα ποσοστά που αντιστοιχούσαν στις δημοσκοπικές επιδόσεις του Ιουλίου. Η διαφορά Ν.Δ – ΣΥΡΙΖΑ πήγε στο 6.5% – 9% και το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε στις τάσεις μικρών διαδοχικών πτώσεων. Ασφαλώς ο Χειμώνας τώρα άρχισε και οι επόμενες έρευνες θα δείξουν βασικά την επίδραση της ακρίβειας στους πολιτικούς συσχετισμούς. Μαζί μ΄αυτά θα δούμε και την επίπτωση των τελευταίων εξελίξεων μετά τo δημοσίευμα του Documento. Ας κρατήσουμε πάντως δύο δεδομένα: Η πρώτη φάση αντιπαράθεσης για τις υποκλοπές επηρεασε σχεδόν μηδαμινά τους συσχετισμούς, ενώ την υπόθεση των υποκλοπών την πήρε και προσπαθεί να την κάνει πάρτι προς όφελός του ο ΣΥΡΙΖΑ.

Τι συμβαίνει όμως μετά το περίφημο πια δημοσίευμα; Κατ΄αρχήν ας πούμε το αυτονόητο. Πρόκειται για ένα δημοσίευμα που εμφανίζει τριάντα περίπου πολιτικά, κοινωνικά στελέχη να παρακολουθούνται με την χρήση predator για τις οποίες κατηγορείται Κέντρο με ιθύνοντα νου τον Πρωθυπουργό. Πρόκειται για βαρύτατη κατηγορία για την οποία δεν εμφανίστηκε καμία απόδειξη. Υπό αυτή την έννοια η καταγγελία αυτή παραπέμπει στην υπόθεση NOVARTIS και τα δημοσιεύματα της ίδιας εφημερίδας σχετικα με την υπόθεση που βοήθησε την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να κατηγορηθούν δέκα κορυφαία στελέχη της Αντιπολίτευσης και να κρεμαστούν από τα μανταλάκια από ασυστατες κατηγορίες προστατευόμενων μαρτύρων και ολοκληρώθηκε τελευταία με την πανηγυρική αθώωση και των δέκα. Πρόκειται για δείγα γραφής (και όχι το μόνο)  της συγκεκριμένης εφημερίδας και αυτού του είδους την δημοσιογραφία που παραπέμπει στις μέρες του Αυριανισμού στα τέλη δεκαετίας του ΄80. 

Εντύπωση δε προκαλεί και η παρελκυστική τακτική που ακολουθεί για να μη παρουσιάσει τις αποδείξεις που έχει στην Δικαιοσύνη και θα έλυνε το πρόβλημα, θα έδινε απάντηση στα όποια ερωτήματα. Γιατί το θέμα είναι απλό: Αν υπάρχουν αποδείξεις που στοιχειοθετούν τις κατηγορίες η Κυβέρνηση και προσωπικά ο Πρωθυπουργός θα βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη θέση και θα έπρεπε να παραιτηθούν. Αν δεν υπάρχουν, τοτε το δημοσίευμα είναι ένα κακοστημένο ψέμα, μια ανοικτή συκοφαντία  που θέλει να δημιουργήσει απλά ανακατωσούρα, να δημιουργήσει πρόβλημα στο εσωτερικό της Ν.Δ και της Κυβέρνησης και να εκβιάσει πολιτικές εξελίξεις. Τρίτη εκδοχή δεν νομίζω να υπάρχει.

Όποιος κατηγορεί κάποιον, όποιος καταγγέλλει κάποιον έχει την ευθύνη να καταθέσει και τις αποδείξεις. Δεν μπορεί να ισχύει παρά μόνο σε χώρα τρελών αυτό που ισχυρίστηκε με σοβαρότητα η κ. Γεροβασίλη ότι «Πιστεύω τις καταγγελίες του Documento για τις παρακολουθήσεις. Ο Πρωθυπουργός πρέπει να αποδείξει ότι δεν ισχύουν»! Αυτή η άποψη αποτελεί την αποθέωση του παραλογισμού. Δεν μπορεί επίσης να τίθενται όροι και προϋποθέσεις από τον καταγγέλλοντα για να καταθέσει τις αποδείξεις στην Δικαιοσύνη. Ούτε επιφανείς συνταγματολόγοι που συχνά κάνουν καθαρά και μόνο πολιτικές προσεγγίσεις μιλώντας δήθεν για συνταγματικά θέματα, να δηλώνουν ότι εντυπωσιάζονται που δεν έχει παραιτηθεί από Πρωθυπουργός μετά το δημοσίευμα της εφημερίδας! Είναι μια εντυπωσιακή προσέγγιση που δείχνει περισσότερο πολιτική εχθροπάθεια παρά λογική, νομική, συνταγματική άποψη. Είναι μικρός ο τόπος όμως, όλοι γνωριζόμαστε και επομένως δεν μένουμε και έκπληκτοι από τέτοιες τοποθετήσεις.

Ας επανέλθουμε όμως στις αποδείξεις. Λένε ότι όποιος κατηγορεί ή τις έχει τις αποδείξεις αλλά εκβιάζει, θέλει να δημιουργήσει κλίμα η δεν τις έχει και είναι απλά συκοφάντης. Πολύ περισσότερο που στα ονόματα της λίστας κάποια πράγματα δεν βγάζουν νόημα. Πως και έχει ΄βασικά συνεργάτες του Πρωθυπουργού, που σε τελευταία ανάλυση θα είχαν συμφέρον να παρακολουθούν άλλα Κέντρα που συνεργάζονται με δυναμεις που θέλουν να βγάλουν το Κ. Μητσοτάκη από την μέση; Πως και έχει την κ. Μαρίνα Πατούλη ή την Τζένη Μπαλατσινού ή τον ξεχασμένο Λάκη Λαζόπουλο  και όχι « επίνδυνα» για την Κυβέρνηση στελέχη; Δεν βγάζει νόημα. Και γι αυτό αν ο κ. Βαξεβάνης έχει αποδείξεις θα έπρεπε για το καλό της Δημοκρατίας να τις παραδώσει.

Όλα αυτά μάλλον δικαιώνουν όσους ισχυρίζονται ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα συντονισμένο σχέδιο επίθεσης κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη και της συνοχής της Κυβέρνησης. Πολιτικά αυτό δεν θα μπορούσε να το κάνει άλλος από το ΣΥΡΙΖΑ και τον Α. Τσίπρα. Ο χρόνος εκλογών αντικειμενικά πλησιάζει, η διαφορά δεν μειώνεται, δεν διαθέτει πειστικές προτάσεις για τα φλέγοντα προβλήματα της χώρας και επιχειρείται μια αποσταθεροποίηση, μια εσωτερική παρέμβαση στον χώρο της Ν.Δ, ένα τσαλάκωμα του Πρωθυπουργού μήπως και ανακατευτεί η τράπουλα. Όταν αυτό συμπίπτει και με επιδιώξεις μερίδων του μεγάλου κεφαλαίου που θέλουν πιο ελέγξιμες καταστάσεις για τα συμφέροντά τους , δημιουργείται ίσως η αίσθηση ότι τώρα είναι το timing μιας επίθεσης σαν κι αυτή του 2011-2014. Μόνο που οι καιροί άλλαξαν. Μόνο που οι πολίτες είναι πιο υποψιασμένοι. Μόνο που ο μεσαίος χώρος πια έχοντας πικρές αναμνήσεις από την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ κρατά ασφαλείς αποστάσεις. Γι αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και αν εισπράξει κάτι, δεν θα μπορέσει να αλλάξει τους συσχετισμούς και όχι μόνο αυτό. Θα καταγραφεί για άλλη μια φορά ως αδύναμο κόμμα να κάνει αντιπαράθεση επί της Πολιτικής και καταφεύγει σε τρυκ, ασπολογία, ενοχοποίηση πολιτικού αντιπάλου. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει και για άλλα κόμματα της Αντιπολίτευσης που έσπευσαν άκριτα και επειδή δεν θέλουν να φανεί ότι υστερούν σε αντι νεοδημοκρατικό, αντιμητσοτακικό οίστρο να αποδεχτούν χωρίς να ζητήσουν καν αποδείξεις τα γραφόμενα στο δημοσίευμα.

Η χώρα μέσα σ΄αυτή την κρίσιμη συγκυρία δεν αντέχει περιπέτειες , διχασμούς. Γι αυτό οι πολιτικές δυνάμεις που έζησαν την εμπειρία της προηγούμενης δεκαετίας οφείλουν να περιφρουρήσουν την ομαλότητα. Η Κυβέρνηση έχει χρέος να μην αφήσει τίποτα αναπάντητο και να προχωρήσει σε κρίσιμες τομές για την διασφάλιση της διαφάνειας όπου αυτή είναι δυνατή, να δώσει απαντήσεις. Η δε Δικαιοσύνη έχει το εθνικό, ιστορικό χρέος να διαλευκάνει την υπόθεση τάχιστα. Θα είναι καρκίνος να δημιουργηθεί κλίμα να περιμένουμε κάθε Κυριακή και μα αποκάλυψη για να συντηρούν κάποιοι κλίμα τις αμέσως επόμενες μέρες με την ελπίδα ότι θα φτάσουμε έτσι στις εκλογές. Να μας πει καθαρά απαντήσεις σε δύο βασικά ερωτήματα; Γίνονταν παρακολουθήσεις με predator των 30 του Documento και αν ναι από ποιον; Φαντάζομαι ότι δεν είναι και πολλοί αυτοί που μπορούν να κατέχουν αυτό το λογισμικό στην Ελλάδα..

Facebook Comments