Λίγες μέρες πριν το κλείσιμο της χρονιάς, που πιθανότατα θα κλείσει με ρεκόρ όλων των εποχών για τις τουριστικές εισπράξεις (και πολύ κοντά σε ρεκόρ στον αριθμό επισκεπτών του 2019), μαθαίνουμε ότι η κυβέρνηση προωθεί όπως προανήγγειλε ο Υπουργός Τουρισμού Βασίλης Κικίλιας ένα πλαίσιο ρυθμίσεων με κύριο άξονα την ικανοποίηση των πάγιων αιτημάτων των συνδικαλιστικών οργάνων των ξενοδοχείων για τον περιορισμό της αστικής μίσθωσης (βραχυχρόνιας).
Μέσα στα τελευταία δύσκολα χρόνια της πανδημίας, τα οποία κατά κοινή ομολογία ήταν πολύ δύσκολα για τον ξενοδοχειακό κλάδο, βιώσαμε μια πρωτοφανή επίθεση του συγκεκριμένου κλάδου προς τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, τις οποίες και αντιμετωπίζει εχθρικά, θεωρώντας τις υπεύθυνες για απώλεια εισοδήματος, βλέποντας την άνθιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων και την προτίμηση που τους δείχνει μεγάλο μέρος ταξιδιωτών. Καταρχήν αυτή η έχθρα έχει τις καταβολές της στο γεγονός ότι οι ξενοδόχοι αισθάνονται ότι υφίστανται κάποιου είδους αθέμιτο ανταγωνισμό, ο οποίος αν εξαφανιστεί νομοθετικά, τότε θα ζήσουν μέρες δόξας και μονοπωλίου. Για ποιόν άραγε αθέμιτο ανταγωνισμό όμως μιλάνε τα ξενοδοχεία των ΕΣΠΑ, των δισεκατομμυρίων σε επιστρεπτέες (και αγύριστες) προκαταβολές, των επιδοτήσεων των εργαζομένων, της έκπτωσης όλων των δαπανών τους όταν αντιπαραβάλλουμε την πραγματικότητα των βραχυχρόνιων μισθώσεων στις οποίες δεν εκπίπτει κανένα απολύτως έξοδο και δεν τυγχάνουν κανενός από τα παραπάνω ευεργετικών μέτρων;
Ο κατά φαντασία αυτός αθέμιτος ανταγωνισμός στην πραγματικότητα δεν υφίσταται, για τον απλούστατο λόγο ότι μιλάμε για διαφορετικές αγορές. Είτε το θέλουν τα ξενοδοχεία είτε όχι, η πραγματικότητα όπως έχει διαμορφωθεί παγκοσμίως δείχνει την ύπαρξη μιας αγοράς ενοικίασης διαμερισμάτων, η οποία ανταποκρίνεται στις ανάγκες οικογενειών, φοιτητών, ατόμων με χαμηλά budget και επιθυμίας πιο μεσοχρόνιων διαμονών ή ανθρώπων που θέλουν να βιώσουν την εμπειρία της διαμονής όπως τη βιώνουν οι κάτοικοι της πόλης που επισκέπτονται κι όχι στα minimal βιομηχανοποιημένα «κουτάκια» ενός ξενοδοχείου.
Οι «καταναλωτές» της βραχυχρόνιας μίσθωσης ενδιαφέρονται να μαγειρέψουν, να γνωρίσουν την γειτονιά στην οποία μένουν (αφήνοντας χρήμα στα μαγαζιά της γειτονιάς) και να βιώσουν την «πραγματική εμπειρία» της πόλης, κάτι το οποίο αδυνατεί να τους προσφέρει το ξενοδοχειακό προϊόν.
Αυτή η νέα αγορά, η οποία έχει κάνει την εμφάνιση της σε όλο τον κόσμο δείχνει ότι διεκδικεί ένα μέρος του ταξιδιωτικού προϊόντος, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν οδηγεί σε σοβαρή απειλή τα ξενοδοχεία και το ξενοδοχειακό προϊόν, το οποίο φαίνεται πώς έχει και θα έχει την κυρίαρχη θέση στο συνολικό τουριστικό προϊόν. Κατά συνέπεια νομοθετώντας περιορισμούς υπαγορευμένους από το λόμπι των ξενοδοχείων και συνθλίβοντας την ελεύθερη αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεων, ο νομοθέτης ουσιαστικά θα δημιουργήσει ένα ολιγοπώλιο νοθεύοντας τον ελεύθερο ανταγωνισμό και την ελευθερία επιλογής του καταναλωτή, που σήμερα είναι ελεύθερος να επιλέξει ανάμεσα σε ξενοδοχεία και βραχυχρόνιες μισθώσεις και στην πραγματικότητα θα επιτεθεί σε μια αναπτυσσόμενη αγορά, την οποία έχουν ανάγκη οι καταναλωτές.
Ουσιαστικά όποιος δεν βλέπει την ύπαρξη αυτής της αγοράς εθελοτυφλεί και πρακτικά επιτίθεται στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η οποία σαν σοβαρός τουριστικός παίκτης οφείλει να προσφέρει όλο το φάσμα των προσφερόμενων υπηρεσιών καταλύματος. Για να γίνει καλύτερα κατανοητό το πόσο διακριτή είναι η συγκεκριμένη αγορά από το ξενοδοχειακό προϊόν αρκεί κανείς να σκεφτεί την περσινή χρονιά της πανδημίας. Χωρίς την ύπαρξη των μισθώσεων διαμερισμάτων (τα οποία και διάλεξαν όσοι δεν ήθελαν να συνωστιστούν σε ξενοδοχεία), πόσοι ταξιδιώτες θα έπαιρναν το ρίσκο να ταξιδέψουν στην Ελλάδα και να μας αφήσουν τα ωραία τους ευρώ (τονώνοντας ταυτόχρονα και τα δημόσια οικονομικά)?
Ως γνωστόν, οι βραχυχρόνιες μισθώσεις είναι αστικές μισθώσεις, με τους ίδιους ακριβώς κανόνες όπως όλες οι μακροχρόνιες ή μεσοχρόνιες μισθώσεις. Η μίσθωση είναι ένας από τους κυριότερους τρόπους εκμετάλλευσης του συνταγματικά κατοχυρωμένου ανθρώπινου δικαιώματος της ιδιοκτησίας, ενός δικαιώματος πυλώνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Η εισαγωγή περιορισμών στον τρόπο εκμετάλλευσης της ιδιοκτησίας, και στην ουσία ο περιορισμός του δικαιώματος της ιδιοκτησίας είναι χωρίς αμφιβολία μια ευθεία επίθεση στον πυρήνα του ανθρώπινου δικαιώματος της ιδιοκτησίας και κατ’επέκταση στην ίδια την φιλελεύθερη δημοκρατία.
Μπορούμε να δεχτούμε την σοσιαλιστική «κοινωνικοποίηση» του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, να δεχτούμε ότι δεν πρόκειται περί ενός απόλυτου δικαιώματος όπως περιγράφεται στο Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις, αλλά ότι η ιδιοκτησία του καθενός μας υπάρχει για να εξυπηρετεί τις ανάγκες ενός αόριστου κοινωνικού συνόλου και να δεχτούμε αυθαίρετους περιορισμούς επειδή δήθεν θα οδηγήσουν στην εξυπηρέτηση αυτού του κοινωνικού συνόλου (ενώ στην πραγματικότητα ο μοναδικός ευνοημένος θα είναι οι τσέπες ξενοδοχειακών ομίλων); Αξίζει η θυσία ενός ανθρώπινου δικαιώματος για αμφίβολους σκοπούς και αποτελέσματα;
Ειδικά η εισαγωγή τοπικών περιορισμών, όπως αυτή προαναγγέλεται, οδηγεί στον παράλογισμό της δημιουργίας δικαιώματος ιδιοκτησίας πολλών ταχυτήτων…έτυχε να έχεις ακίνητο σε δήμο με δήμαρχο ΚΚΕ; Ατύχησες!! Η ιδιοκτησία σου κοινωνικοποιείται και θα μπορείς να τη μισθώνεις μόνο από 2 χρόνια και πάνω!!
Οδηγούμαστε δηλαδή στο παράλογο, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας να έχει βαθμίδες ελευθερίας (ανάλογα τους περιορισμούς), ανάλογα με το αν κάποιοι γραφειοκράτες σε κάποιο γραφείο του Δήμου αποφάσισαν ότι σε αυτή τη γειτονιά θέλουμε λίγη βραχυχρόνια μίσθωση, σε εκείνη περισσότερη, κοκ. Με ποιές άραγε εγγυήσεις θα μπορούσε να εξασφαλιστεί ότι η επιχειρούμενη κοινωνικοποίηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας δεν θα γίνεται αυθαίρετα ή καθαρά με κριτήριο να ικανοποιηθούν οι ορέξεις των ψηφοφόρων του εκάστοτε βλαχοδημάρχου; Ουσιαστικά (και σοσιαλιστικά) η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να κάνει κοινωνική πολιτική με την ιδιοκτησία των άλλων, την ίδια στιγμή που το ίδιο το ελληνικό Δημόσιο είναι ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης της χώρας, που θα μπορούσε να λύσει αυτομάτως το πρόβλημα αξιοποιώντας έστω και λίγο την ιδιοκτησία του, που απλώς κάθεται αναξιοποίητη…
Πέρα από τις πολλές και γνωστές ωφέλειες της βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Εθνική οικονομία (μέσω της συμβολής της στη μείωση της ανεργίας, στην τόνωση της οικοδομής, στην ανάπτυξη του τουρισμού, στην διάσωση των τραπεζών και στην στήριξη του εισοδήματος του νοικοκυριού), καλό θα ήταν να αναφερθεί και η πολύ σημαντική συμβολή των φορολογικών εσόδων της βραχυχρόνιας μίσθωσης στα Δημόσια Οικονομικά. Μετά το Νόμο 4446/2016, την ενεργοποίηση της πλατφόρμας δήλωσης βραχυχρόνιων μισθώσεων από την ΑΑΔΕ το Σεπτέμβριο του 2018 και μετέπειτα τη συμφωνία της ΑΑΔΕ με όλες τις μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης σχετικά με την επιβολή του νόμου και την παροχή όλων των φορολογικών στοιχείων εσόδων για κάθε μίσθωση που διενεργείται στην ελληνική επικράτεια, έχουμε το «παράδοξο» φαινόμενο μια οικονομική δραστηριότητα να είναι απολύτως διαφανής φορολογικά, να αποτυπώνεται συνολικά στο ΑΕΠ και να μην υπάρχει ίχνος φοροδιαφυγής (σε αντίθεση με τόσους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας).
Έχει δηλαδή το ελληνικό κράτος τη δυνατότητα να αρμέγει την αγελάδα των βραχυχρόνιων μισθώσεων εισπράττοντας φόρους μέχρι και 45% επί των ακαθάριστων εισπράξεων, σε αντίθεση με τον ξενοδοχειακό κλάδο που για κάποιο περίεργο λόγο το μεγαλύτερο μέρος των απασχολούμενων επιχειρήσεων καταφέρνει να βγάζει κάθε χρόνο ζημιές και να μην πληρώνει ποτέ μα ποτέ φόρο εισοδήματος…
Βέβαια, από την άλλη είναι απολύτως κατανοητό ότι οι ξενοδοχειακοί όμιλοι έχουν τεράστια οικονομική ισχύ, πολύ χρήμα για lobbying και κατά παραγγελία μελέτες, ενώ οι δεκάδες χιλιάδες μικροϊδιοκτήτες της βραχυχρόνιας μίσθωσης, δεν διαθέτουν ούτε μεγάλη οικονομική ισχύ, είναι πολυδιασπασμένοι και ανοργάνωτοι. Βέβαια οι 138.000 ιδιοκτήτες βραχυχρόνιων καταλυμάτων και οι οικογένειες τους έχουν ψήφους. Οπότε η εξίσωση θα είναι εξ ορισμού εξαιρετικά δύσκολη για την κυβέρνηση: σοσιαλισμός και παρεοκρατικός καπιταλισμός ή φιλελευθερισμός;
Facebook Comments