Η παραβατικότητα ανηλίκων είναι ένα διαχρονικό πολυαιτιακό κοινωνικό φαινόμενο που η ένταση, οι αιτίες και η συχνότητά του ποικίλει ανάλογα με την εποχή.
Στις μέρες μας όψεις της ανήλικης παραβατικότητας έχουν πολύ μεγαλύτερη ορατότητα από ό,τι παλαιότερα λόγω της μεγάλης ταχύτητας διάδοσης των ειδήσεων, αλλά και γιατί τα θύματα μιλούν. Ξυλοδαρμοί, συμμορίες, κλοπές, ακραίο bullying είναι κάποιες από τις εκφάνσεις του φαινομένου, με τη βιβλιογραφία να αναφέρει ότι σχεδόν καθημερινά ένας ανήλικος πέφτει θύμα ξυλοδαρμού από συμμαθητές του, με το 52% των δραστών να είναι κάτω των 14 ετών, ενώ το 16% των περιστατικών λαμβάνουν χώρα στο προαύλιο του σχολείου. Πρόκειται για φαινόμενο ακραίας κοινωνικής παθογένειας, με την οικογένεια, το σχολείο και τα ΜΜΕ να διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στην εμφάνιση και εξάπλωσή του.
Η πανδημία και η οικονομική δυσπραγία βαραίνουν ιδιαίτερα στους ανήλικους παραβάτες: η συντριπτική πλειονότητα αυτών που ενεπλάκησαν σε μικροκλοπές προβάλλουν ως αιτιολογία την επιθυμία τους να ελαφρύνουν τους γονείς τους από το οικονομικό βάρος που θα επωμίζονταν για την αγορά κάποιου αντικειμένου που οι ίδιοι επιθυμούσαν να αποκτήσουν.
Ας ξεκινήσουμε από μία παραδοχή: οι ανήλικοι θύτες είναι τα θύματα της κοινωνίας που εμείς οι ενήλικοι δημιουργήσαμε. Γι’ αυτό και το Δίκαιο των Ανηλίκων διαφέρει από το κυρίως Ποινικό Δίκαιο και όσον αφορά στη στοχοθεσία και όσον αφορά στα χρησιμοποιούμενα μέσα, γι’ αυτό, επειδή οι λέξεις έχουν ιδεολογικό φορτίο, προτάσσει την έννοια του παραβάτη έναντι αυτής του εγκληματία και δίνει βάρος στα θεραπευτικά μέτρα και όχι στον ποινικό σωφρονισμό.
Είναι εξόχως λυπηρό να λαμβάνουμε μέτρα κάθε φορά που μία ζοφερή ιστορία παραβατικότητας ανηλίκων βλέπει το φως της δημοσιότητας. Ο ανήλικος δεν συνιστά μια μικρογραφία της προσωπικότητας του ενηλίκου, αλλά μια ξεχωριστή οντότητα με τις δικές του ιδιαιτερότητες και τη δική του προσωπικότητα και για το λόγο αυτό έχει ανάγκη από ειδική προσέγγιση και εξατομικευμένη μεταχείριση, προσαρμοσμένη στις δικές του ηλικιακές ανάγκες. Στο κορυφαίο αυτό ζήτημα οφείλουμε να δρούμε προληπτικά και όχι κατασταλτικά, εκμεταλλευόμενοι, με τη συνδρομή της εξελικτικής ψυχολογίας εναλλακτικές ποινικοσωφρονιστικές δυνατότητες.
Στο πλαίσιο της πρόληψης απαιτείται συνεργασία πολιτείας, οικογένειας και σχολείου, προκειμένου να στηριχθούν οι ανήλικοι που εμφανίζουν δυσκολίες κοινωνικής προσαρμογής και διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να προβούν σε παραβατικές πράξεις ή να θυματοποιηθούν, με παράλληλη συνδρομή στις οικογένειές τους με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς ώστε να γίνεται εκτίμηση αναγκών και στρατηγικός σχεδιασμός εξατομικευμένης παρέμβασης με στόχο την ενδυνάμωση των ανηλίκων και τον επαναπροσδιορισμό των στόχων τους.
Το σχολείο οφείλει να απεκδυθεί τον εξετασιοκεντρικό του ρόλο και να εμπλουτίσει τις δράσεις του με βιωματικό και παιδευτικό χαρακτήρα με κέντρο βάρους την ελευθερία, το σεβασμό και την έννομη συνύπαρξη.
Πολύ σημαντικός είναι ο ρόλος του ψηφιακού γραμματισμού για τους ανηλίκους, οι οποίοι, από πολύ νωρίς, έρχονται σε επαφή με έναν εξωπραγματικό τρόπο ζωής, με τον εθισμό στη βία και το σεξ, την ρομαντικοποίηση της παραβατικότητας, με αξίες στρεβλές. Ιδανικός αρωγός για τη διάδοση των παραπάνω είναι τα social media.
Έγκλημα και κοινωνία είναι έννοιες συνυφασμένες, εξάλλου ο νομικός πολιτισμός μας δεν αντιμετωπίζει το έγκλημα ως κάτι ξεκομμένο από την κοινωνία, αλλά ως γέννημά της και για αυτό την καλεί να αναμετρηθεί μαζί του. Οφείλουμε να διαφυλάξουμε τους ανηλίκους από την έκθεση στα απόβλητα της κοινωνίας που εμείς δημιουργήσαμε, θυμούμενοι, πάντα, ότι είναι πολύ πιο ευάλωτοι από εμάς.
Facebook Comments