Το τραπεζικό επεισόδιο με την Credit Suisse αποτέλεσε ακόμα ένα χτύπημα εμπιστοσύνης στον τραπεζικό κλάδο, το οποίο ήρθε μετά την κατάρρευση των Silicon Valley Bank, Silvergate Capital και Signature Bank, πυροδοτώντας σημαντικές πωλήσεις από τους επενδυτές τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Η Credit Suisse είναι η πρώτη μεγάλη παγκόσμια τράπεζα που έλαβε έκτακτη βοήθεια από την οικονομική κρίση του 2008 και τα προβλήματά της έχουν εγείρει σοβαρές ανησυχίες για τις προοπτικές του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου. Εκεί που οι μετοχές των τραπεζών ήταν το πιο “καυτό” επενδυτικό στοίχημα, έχοντας σημειώσει ισχυρό ράλι τους τελευταίους μήνες, που ξεπερνούσε το 30%, ξαφνικά βρέθηκαν στο επίκεντρο ενός τυφώνα και κλήθηκαν να αποτιμήσουν και το κόστος της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής.

Οι αρχές σε ΗΠΑ και Ευρώπης αντέδρασαν άμεσα προσφέροντας πάνω από 600 δισ. δολάρια στήριξη τη στιγμή που – σε μια παγκόσμια απάντηση όπως αυτή που είδαμε κατά το ξέσπασμα της πανδημίας της Covid – η Fed, η ΕΚΤ και άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες ανακοίνωσαν συντονισμένη δράση για την ενίσχυση της ρευστότητας της αγοράς και την αποκατάσταση της ηρεμίας. Παράλληλα οι θεσμοί στην Ε.Ε όπως και επενδυτικοί οίκοι και οι οίκοι αξιολόγησης σε κάθε ευκαιρία επισημαίνουν πως οι τράπεζες της ευρωζώνης είναι σε πολύ διαφορετική και ισχυρότερη θέση από ότι ήταν κατά τις προηγούμενες κρίσεις, με τις αρχές να έχουν πλέον στη διάθεσή τους εργαλεία έτοιμα να ενεργοποιηθούν εάν χρειαστεί για να στηρίξουν τη ρευστότητα.

Όπως σημειώνουν οι αναλυτές, η μεταβλητότητα στις αγορές είναι το εύλογο αποτέλεσμα των πρόσφατων εξελίξεων με τις τράπεζες καθώς έγινε αντιληπτό ότι το μέγεθος των προβλημάτων της Credit Suisse ήταν μεγαλύτερο από όσο εκτιμούσαν οι αγορές που εξάλλου γνώρισαν ήδη τις παθογένειες της τράπεζας εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια.

Σε κάθε περίπτωση, τα γεγονότα των προηγούμενων ημερών υπενθύμισαν πόσο γρήγορα μπορεί να αλλάξει το κλίμα της αγοράς και να θέσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα υπό πίεση. Παράλληλα, η αναταραχή αποτελεί απόδειξη του ότι οι ραγδαίες αυξήσεις επιτοκίων και η ταχεία σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής διεθνώς, προκαλούν χρηματοοικονομικές «ρωγμές».

Αν και οι αναλυτές δεν βλέπουν την έλευση μίας νέας συστημικής κρίσης, προειδοποιούν για δύσκολες μέρες για τις αγορές προσεχώς, με έντονο το στοιχείο της μεταβλητότητας, τη στιγμή που η εμπιστοσύνη στο κλάδο παραμένει εύθραυστη λόγω των κρίσεων του παρελθόντος.

Παράλληλα προειδοποιούν πως οι πρόσφατες εξελίξεις θα κάνουν τις τράπεζες πιο επιφυλακτικές σε ποιον δανείζουν, πόσο δανείζουν και με ποιο επιτόκιο. Με τις ρυθμιστικές αρχές να αισθάνονται επίσης την ανάγκη να έχουν μία προορατική πολιτική, αυτό θα μπορούσε να εντείνει την αποστροφή ρίσκου και να κάνει τις τράπεζες να αυστηροποιήσουν ακόμη περισσότερο τα πρότυπα δανεισμού. Αυτό θα εμποδίσει τις πιστωτικές ροές και θα χτυπήσει έτσι την οικονομία.

Όπως σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης DBRS, αν και αναμένει ότι ο αντίκτυπος από την αναταραχή των αγορών στην οικονομία της Ε.Ε θα περιοριστεί, οι κίνδυνοι για τις προοπτικές έχουν αυξηθεί. Η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα θα μπορούσε να αποδυναμωθεί και οι κίνδυνοι ρευστότητας θα μπορούσαν να αυξηθούν εάν πραγματοποιηθούν μεγάλες εκροές καταθέσεων και οι αρχές δεν ενεργήσουν έγκαιρα, επιδεινώνοντας τους φόβους μετάδοσης. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η οικονομία θα επηρεαστεί μέσω δύο βασικών καναλιών, όπως σημειώνει: (1) της ασθενέστερης εμπιστοσύνης των καταναλωτών και των επενδυτών, μειώνοντας την κατανάλωση και τις επενδύσεις και (2) της χαμηλότερης πίστωση προς την οικονομία καθώς οι τράπεζες μειώνουν τον δανεισμό ως απάντηση στην αύξηση του κόστους χρηματοδότησης.

Ανάλογη είναι και η άποψη της Goldman Sachs. Το ευρύτερο τραπεζικό σύστημα φαίνεται υγιές και η θεωρεί ότι ο συστημικός κίνδυνος μετάδοσης είναι περιορισμένος. Το χτύπημα στην οικονομική δραστηριότητα είναι πολύ πιθανό ωστόσο, όπως επισημαίνει, και θα προέλθει από τη σύσφιξη του τραπεζικού δανεισμού, ο οποίος ήδη συρρικνώνεται ως απάντηση στα υψηλότερα επιτόκια. Σύμφωνα με υπολογισμούς της, η πρόσφατη πτώση των τραπεζικών μετοχών, η άνοδος των spreads και η αύξηση της αβεβαιότητας ενδέχεται να περιορίσουν τον τραπεζικό δανεισμό στην ευρωζώνη κατά περίπου 10%. Αυτή η σύσφιξη θα είναι σημαντική, αλλά αρκετά μικρότερη από την επιδείνωση των πιστωτικών συνθηκών που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (50%) και της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη (20%). Αυτό θα οδηγήσει σε ένα χτύπημα της τάξης του 0,3% στο ΑΕΠ της περιοχής. Αν και το ποσοστό αυτό φαίνεται μικρό και διαχειρίσιμο ωστόσο έχει τη σημασία σε μία οικονομία η οποία βρίσκεται σε φάση επιβράδυνσης και είναι αντιμέτωπη ακόμα και με τον κίνδυνο ύφεσης.

Όπως έδειξε και η μηνιαία έρευνα της Bank of America σε 244 επενδυτές και διαχειριστές κεφαλαίων διεθνώς, οι φόβοι των επενδυτών για ύφεση της οικονομίας έχουν αυξηθεί εκ νέου λόγω των ανησυχιών για ξέσπασμα συστημικών πιστωτικών γεγονότων εν μέσω της τρέχουσας αναταραχής που έχει προκαλέσει ο τραπεζικός κλάδος. Ειδικότερα, το 53% των επενδυτών πιστεύει ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα αποδυναμωθεί, από 33% τον περασμένο μήνα, με το 61% να αναμένει ύφεση στην Ευρώπη τους επόμενους δώδεκα μήνες, από 55% τον Φεβρουάριο. Το 42% των επενδυτών αναμένει παγκόσμια ύφεση, από 24% τον περασμένο μήνα.

Εάν τελικά οι αυστηρότερες πιστωτικές συνθήκες οδηγήσουν την οικονομία σε ύφεση ή προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο, θα εξαρτηθεί από την αλληλεπίδραση μεταξύ των πιστωτικών κινδύνων, των ενεργειών πολιτικής και του κλίματος της αγοράς. Το «στοίχημα» λοιπόν για τη συνέχεια είναι το… whatever it takes από την πλευρά της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, ώστε να μην χαθεί η εμπιστοσύνη στην αγορά…

 

Facebook Comments