Ο νόμος του Gresham και οι κίβδηλοι
Στην οικονομία ισχύει μια αρχή γνωστή ως νόμος του Gresham
Στην οικονομία ισχύει μια αρχή γνωστή ως νόμος του Gresham
Την αρχή αυτή την οποία γνώριζε ήδη ο Κοπέρνικος και σε διάφορες εκδοχές της αρκετοί άλλοι νωρίτερα, την διατύπωσε ρητώς το 1857 ο Henry Dunning Macleod. Η εφαρμογή της νέας νομισματικής πολιτικής από την βασίλισσα Ελισσάβετ οδήγησε στην αύξηση του πλούτου της Βρετανίας και στην μετεξέλιξη της σε αυτοκρατορία. Κι έτσι η ιστορία, η οποία κρίνει πάντοτε εκ της σημασίας του αποτελέσματος, ανταπέδωσε στον Gresham έναν νόμο με το όνομα του.
Ο νόμος του Gresham λέει ότι σε περίπτωση κατά την οποία δύο νομίσματα γίνονται δεκτά κατά την επίσημη ρύθμιση με ίση ονομαστική αξία και κυκλοφορούν παράλληλα, αλλά το ένα είναι «καλύτερο» (δηλαδή περιέχει την αξία του σωστά μετρημένη σε πολύτιμο μέταλο, είναι σωστά σχεδιασμένο και καθαρό) ενώ το άλλο είναι πιο «κακό» (με λιγότερο πολύτιμο μέταλο, πιο κακοσχεδιασμένο, πιο κίβδηλο), τότε το «κακό» νόμισμα εκτοπίζει νομοτελειακά το «καλό» που αποσύρεται, καταλήγει στα σεντούκια, στοκάρεται, μετατρέπεται σε πολύτιμο μέταλλο, μεταλλάσσεται και πηγαίνει αλλού σε άλλες οικονομίες.
Έχει γίνει ευρύτερα γνωστή συνοπτικά με την φράση: το «κακό» νόμισμα διώχνει το «καλό». Είναι αυτό που συμβαίνει με τις μεταχρονολογημένες επιταγές ή με την παράλληλη κυκλοφορία ενός δεύτερου νομίσματος (συνέβη στην Αργεντινή για κάποια περίοδο πριν την κατάρρευση). Σε μεγάλη κλίμακα είναι η στρέβλωση που έχει προκαλέσει στην παγκόσμια οικονομία η ανταλλακτική χρήση των παραγώγων που αφέθηκε να θεσμοθετηθούν ανεξέλεγκτα. Υποκαθιστούν το υγιές νόμισμα επιτρέποντάς του να τα αντιγράφει πολλαπλασιαζόμενο πληθωριστικά ή το εκτοπίζουν.
Εκτοπίζεται έτσι το ισχυρό νόμισμα και υποκαθίσταται από χαρτιά δίχως αξία, χωρίς πραγματική αγοραστική δύναμη που θα πληθωρίσουν την οικονομία την στιγμή που οι αγορές θα αντιληφθούν ότι υπάρχει αναντιστοιχία νομίσματος και αγαθών. Η παγκόσμια οικονομία ισορροπεί και ταλαντεύεται στην κόψη της νομισματικής υπερπροσφοράς του πράσινου διεθνούς νομίσματος από την μιά και των παραγώγων από την άλλη, που αλληλοεξουδετερώνονται αποτρέποντας (έως πότε;) την έκφραση της νομισματικής πληθώρας και επομένως την κατάρρευση.
Του νόμου αυτού και της πολιτικής αναλογίας του στις ανοιχτές δημοκρατίες είχε ήδη γνώση ο Αριστοφάνης. Στους «Βατράχους» μιλά για την αγαπημένη του πόλη που βρίσκεται το 405 πΧ λίγο πριν την τελική ήττα και την συνθηκολόγηση, πολιορκημένη, με τον στόλο ρημαγμένο, πεινασμένη και φοβισμένη, στην τελευταία φάση του εφιαλτικού Δεκελεικού πολέμου.
“… Πολλές φορές η πόλη µας έπαθε τα ίδια µε τους καλούς της πολίτες
ότι έχει πάθει και με τα παλιά νομίσματα σε σχέση με τα νέα
τα παλιά και γνήσια και γνωστά και τιμημένα
που ολοκάθαρα κομμένα ηχούν κουδουνιστά
και σε όλους έχουν πέραση, Ελληνες και ξένους
Μα εμείς τα αποφεύγουμε ζητάμε τα μπρούτζινα
τα κομένα προχτές, πεταχτά και πρόχειρα… “
Τελικά οι «κακές» γνώμες, οι «κακές» ψήφοι, στις οποίες επιβάλλεται “δημοκρατικά” η ίδια ονομαστική αξία, ο ίδιος δημόσιος λόγος, η ίδια τιμή, η ίδια και μεγαλύτερη πρόσβαση στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, στους πολιτικούς φορείς, χωρίς να ζητείται απόδειξη, χωρίς ζύγισμα, δίχως την επίπονη δημόσια διαδικασία της συμμετοχής και της παιδείας, χωρίς ισότιμη ανταξία, χωρίς δημόσια προσφορά, αποδιώχνουν τις «καλές», οι οποίες αποσύρονται, επιστρέφουν στα τιμαλφή, βγαίνουν από τον κύκλο της οικονομίας και της πολιτικής, γυρνάνε στην θαλπωρή του οικογενειακού αποκλεισμού, στον καναπέ, στον κάτω κόσμο των «βατράχων», μεταναστεύουν σε άλλους χώρους και ενίοτε σε άλλες χώρες.
Η “ανοιχτή” δημοκρατία, με την κυριαρχία της φλυαρίας χωρίς κόστος, των “ίσων” δικαιωμάτων χωρίς ισότιμη συμμετοχή και προσφορά, μετατράπηκε σε δημοκρατία της επίφασης και της εντύπωσης.
Απομένουμε έτσι κάθε φορά κάπως πιο μίζερα, λίγο πιο εκφυλισμένα, με τους Γιωργάκηδες, τους Σαμαράδες, τους Βενιζέλους, τους Τσίπρες, τους Μιχαλολιάκους…
Ίσως αυτός ο παλιός νόμος ειδωμένος από διαφορετική οπτική, να μας υποδεικνύει και την συνθήκη της λύσης του προβλήματός μας. Την δημοκρατική οργάνωση που δεν θα είναι ανοχύρωτη απέναντι στην απαξία για να επιτύχει να είναι αληθινά ανοιχτή, την δημόσια απονομιμοποίηση του κίβδηλου. Το ορθολογικό ζύγι της ψήφου και της αξίας του δημόσιου λόγου καθενός, το οποίο προϋποθέτει την ενεργό συμμετοχή για την αξιολόγηση των προσώπων με βάση το αντίτιμο που προσφέρει ο καθένας στην πολιτεία.
Facebook Comments