«Δεν μας εμπνέει η ηγεσία», είναι μια φράση που ακούγεται εδώ και 20 χρόνια στην αστυνομία. H υπόθεση διαφθοράς ηγετικών στελεχών της ΕΛΑΣ που ήρθε στη δημοσιότητα τις τελευταίες ημέρες, αν αποδειχθεί τελικά αληθής, ενισχύει την άποψη σημαντικού μέρους των μεσαίων και χαμηλόβαθμων αστυνομικών ότι η φυσική ηγεσία τους είναι χαμηλότερη των προσδοκιών τους. Η διαφθορά στελεχών και ατόμων σε ηγετικές θέσεις της ΕΛΑΣ αποκαρδιώνει τους αστυνομικούς, δημιουργεί αισθήματα κυνισμού και παραίτησης, ενώ οι πολίτες χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην αστυνομία και κλονίζεται η νομιμοποίηση του κράτους.
Που οφείλεται η διαφθορά. Η διαφθορά οφείλεται σ’ ένα πλέγμα παραγόντων, οι οποίοι έχουν σχέση με την οργάνωση μιας υπηρεσίας (π.χ. χαλαρός έλεγχος), τη δυναμική της ομάδας (π.χ. οι νέοι αστυνομικοί συμμορφώνονται άτυπους κανόνες για να γίνουν αποδεκτοί στους παλαιότερους), την κουλτούρα του σώματος (αλληλεγγύη) κ.ά. Η διαφθορά που συνδέεται με τους προαναφερθέντες παράγοντες εκφράζεται με αντιεπαγγελματικές πρακτικές (απουσίες, άτυπα προνόμια, διευκολύνσεις) και με παράνομες συμπεριφορές (παθητική δωροδοκία), κυρίως, χαμηλόβαθμων αστυνομικών.
Η διαφθορά στην αστυνομία αφορά όλες τις χώρες και μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι στην πλειοψηφία τους οι Έλληνες αστυνομικοί χαρακτηρίζονται από ακεραιότητα, ενώ η οργάνωση της ελληνικής αστυνομίας έχει λιγότερα προβλήματα να αντιμετωπίσει με την κοινωνία από άλλες αστυνομίες στην Ευρώπη και τον κόσμο. Το φαινόμενο της διαφθοράς είναι εγγενές στο αστυνομικό επάγγελμα. Κανένας άλλος επαγγελματίας δεν έρχεται σε τόσο συχνή επαφή με την παρανομία και το έγκλημα όσο ο αστυνομικός.
Στην προκειμένη περίπτωση όμως, εάν πράγματι ισχύουν αυτά που ακούγονται, δεν έχουμε απλές παραβατικές συμπεριφορές, αλλά στρατηγική διαφθορά. Και σ’ άλλες χώρες έχουν κατ’ επανάληψη προκύψει τέτοια φαινόμενα. Στη στρατηγική διαφθορά η αστυνομία και το οργανωμένο έγκλημα συνάπτουν σταθερή συμφωνία αμοιβαίας διευκόλυνσης ή μη επιβολής του νόμου για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων. Μεταξύ τους ρυθμίζουν παράνομες αγορές (συνήθως τυχερά παιχνίδια, πορνεία, λαθρεμπόριο, ναρκωτικά) με συμβολικές επιδρομές και συλλήψεις «αχυρανθρώπων» ή τιμωρητικές επιδρομές σε ανταγωνιστές. Το οργανωμένο έγκλημα δεν μπορεί να επωφεληθεί και, κυρίως, να αναπτυχθεί σε μια χώρα χωρίς τη συνεργασία ορισμένων αστυνομικών και πολιτικών μηχανισμών.
Πως μπορεί να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα; Η πρακτική και οι επιστημονικές έρευνες, που συγκεντρώνουν εμπειρίες χωρών, έχουν δείξει ότι ο καλύτερος τρόπος είναι η πρόληψη. Η επιτυχής πρόληψη είναι μια διαρκής προσπάθεια, ένας ακατάπαυστος έλεγχος ο οποίος ξεκινά από την κορυφή με μια ισχυρή ηγεσία. Οι ηγέτες, ειδικά σε ιεραρχικές οργανώσεις όπως η αστυνομία, και σε κρίσιμες καταστάσεις κάνουν τη διαφορά. Ο επικεφαλής της οργάνωσης και της μεταρρύθμισης πρέπει να γίνει σύμβολο ακεραιότητας. Αυτό είναι ένα βαρύ φορτίο που πρέπει να σηκώσει, να δείξει αποφασιστικότητα-και όχι ακραία αυστηρότητα, να μειώσει τις παρεκκλίσεις, να επαινέσει τους έντιμους αξιωματικούς και να είναι ο ίδιος πρότυπο.
Η πράξη δείχνει επίσης, ότι η πιο αποτελεσματική και αποδοτική δομή για την αντιμετώπιση της διαφθοράς στην αστυνομία είναι μια καλά εξοπλισμένη και ανεξάρτητη εσωτερική ανακριτική αρχή. Το 1999 συγκροτήθηκε γι’ αυτόν τον σκοπό η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛΑΣ στα πρότυπα της υπηρεσίας εσωτερικών υποθέσεων των ΗΠΑ με τη βοήθεια του FBI. Πόσο αποτελεσματική έχει αποδειχθεί ότι είναι; Τέτοιες αρχές στελεχώνονται από αστυνομικούς που είναι γνώστες της κουλτούρας της οργάνωσης και είναι αποδεδειγμένα κατάλληλοι να επεξεργαστούν τον τρόπο εντοπισμού των διεφθαρμένων αστυνομικών, να συλλέξουν στοιχεία και να διασφαλίσουν ότι αυτοί θα υποβληθούν στις προβλεπόμενες πειθαρχικές ή/και ποινικές διαδικασίες. Οι συγκεκριμένες αρχές στελεχώνονται από αστυνομικούς, οι οποίοι δεν έχουν διανύσει όλη την επαγγελματική τους σταδιοδρομία σε γραφεία, αλλά έχουν σημαντική πρακτική εμπειρία.
Παράλληλα, είναι ζωτικής σημασίας να προωθηθεί μια στρατηγική ακεραιότητας στις υπηρεσίες, όπου οι αστυνομικοί θα είναι περήφανοι που λειτουργούν σύμφωνα με τους επαγγελματικούς κανόνες, κερδίζοντας έτσι τον σεβασμό και τη νομιμοποίηση στη συνείδηση των πολιτών.
Η προώθηση της ακεραιότητας και η έμφαση στον θετικό κοινωνικό έλεγχο θα πρέπει να εντάσσεται σ’ ένα πλαίσιο χρηστής ηγεσίας, επαρκών πόρων και μιας σειράς μέτρων, τα οποία θα προωθούν το ίδιο μήνυμα και θα έχουν την ίδια αποστολή. Το μήνυμα είναι ότι θα υπάρχει σθεναρή αντίδραση στη διαφθορά και η αποστολή συνίσταται στην ενίσχυση των έντιμων αξιωματικών στο να συμμορφώνονται με τον νόμο και να ανταποκρίνονται στα πρότυπα επαγγελματικής συμπεριφοράς.
Όμως, ο σεβασμός και η υπερηφάνεια δεν μπορούν να στεγαστούν στα διαμερίσματα και τις οικοδομές που λειτουργούν ως αστυνομικά τμήματα στην χώρα μας. Ο σεβασμός και η υπερηφάνεια δεν μπορούν να επιτευχθούν όταν πολιτικές ομάδες προωθούν συστηματικά ή ανέχονται στους κόλπους τους την άποψη ότι η αστυνομία είναι ο «εχθρός ανάμεσά μας».
«Οι αστυνομικοί είναι το κράτος με σάρκα και οστά» (Punch Μ., 2000). Είναι οι πιο άμεσοι εκπρόσωποι του κράτους για τους πολίτες, δεδομένης της ορατής, ένστολης, 24ωρης παρουσίας τους στους δρόμους και της συμμετοχής τους στην επιβολή του νόμου.
H ακεραιότητά τους αποτελεί το βαρόμετρο μιας υγιούς κοινωνίας και η μεταρρύθμιση της αστυνομίας μπορεί να γίνει μέρος της μεταρρύθμισης της κοινωνίας. Η ηγεσία πρέπει να βρίσκεται αλληλέγγυα και να είναι στο πλευρό των σκληρά εργαζόμενων αστυνομικών που κινδυνεύουν καθημερινά και είναι το στήριγμα των πολιτών.
Ο περιορισμός της αστυνομικής διαφθοράς μπορεί να επιτύχει μόνο εάν υπάρχει ισχυρή βούληση των πολιτικών ελίτ. Υπάρχει;
—–
Punch, Μ., 2000, «Police corruption and its prevention», European Journal on Criminal Policy and Research 8: 301–324.
Facebook Comments