Τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών (European System of Accounts ή ESA), δηλαδή το λογιστικό σύστημα της ΕΕ, θα αλλάξει: το νυν ισχύον σύστημα ESA 1995 θα αντικατασταθεί από το ESA 2010. Η βασική αλλαγή στη στατιστική απεικόνιση οικονομικών στοιχείων είναι ότι, ενώ με το προηγούμενο λογιστικό σύστημα οι δημόσιες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη (R&D) λογίζονταν ως τρέχουσες δαπάνες του προϋπολογισμού, από τον Σεπτέμβριο και μετά θα λογίζονται ως επενδύσεις για τον σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου.

Η μη συμπερίληψη, από λογιστικής απόψεως, των ερευνητικών δαπανών στις κεφαλαιουχικές επενδύσεις, παρά τη διαπιστωμένα μεγάλη συνεισφορά που έχουν στην οικονομική ανάπτυξη λόγω της πολύ υψηλής απόδοσης αυτού του τύπου επένδυσης, είχε ως αποτέλεσμα την υποτίμηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).

Συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι το νέο λογιστικό σύστημα ESA 2010 θα αυξήσει αυτομάτως το μέσο ΑΕΠ της ΕΕ κατά 2,4%. Το 1,9% του ΑΕΠ (δηλαδή το 80% αυτής της αύξησης) θα οφείλεται στη βελτιωμένη λήψη υπόψη της συνεισφοράς των δημόσιων κονδυλίων για έρευνα στην οικονομική ανάπτυξη. Οι ΗΠΑ, που πέρασαν σ’ αυτό το λογιστικό σύστημα τον περασμένο Αύγουστο, είδαν μια στατιστική μεγέθυνση του ΑΕΠ των ετών 2010 έως 2012 κατά 3,5%, εκ των οποίων 2,5% οφείλονται στη συνεισφορά του R&D.

Η μεγέθυνση αυτή θα έχει μεγάλη σημασία διότι μια λογιστική αύξηση του ΑΕΠ φέρνει αυτομάτως μια στατιστική μείωση του δημοσίου ελλείμματος και του χρέους, που εκτιμώνται ως ποσοστά (αριθμητής) επί του ΑΕΠ (παρονομαστής). Αυτή η αύξηση, με τη σειρά της, θα διευκολύνει και θα επιταχύνει τη δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας, αυξάνοντας το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού: ένα υψηλό και βιώσιμο πρωτογενές πλεόνασμα αποτελεί πρόκριμα, σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup του Νοεμβρίου 2012, για μια ευνοϊκή ρύθμιση του δημοσίου χρέους προκειμένου αυτό να καταστεί πραγματικά “βιώσιμο”, δηλαδή εξυπηρετήσιμο σε βάθος χρόνου.

Κορωνίδα αυτών των εξελίξεων θα είναι, ασφαλώς, η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών κεφαλαίων, που δεν θα διστάσουν να ανοίξουν ξανά τους διαύλους χρηματοδότησης της εθνικής οικονομίας με αναπτυξιακές επενδύσεις, είτε μέσω της αγοράς ομολόγων είτε μέσω της διατραπεζικής αγοράς είτε μέσω της αγοράς εταιρικών ομολογιών.

Όμως αυτή η “τεχνοκρατική” αλλαγή έχει και ευρύτερη σημασία για την Ευρώπη. Μια ιδιαίτερα στενή και δογματική αντίληψη περί δημοσιονομικής πειθαρχίας, που προκρίθηκε από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης του 1997, δεν αναγνωρίζει τις δαπάνες για R&D ως επενδύσεις που να εξαιρούνται από το περίφημο ανώτατο όριο 3% δημοσίου ελλείμματος/ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, η έρευνα δεν θεωρείται μέχρι τώρα ως σχηματισμός κεφαλαίου που, λόγω του πολύ μεγάλου πλούτου που παράγει, καθορίζεται στην αξία του με όρους οικονομικού οφέλους αντί κόστους.

Επειδή είναι δύσκολο να λογιστικοποιήσει κανείς το μέγεθος της υπεραξίας που παράγεται σε μια οικονομία λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας που φέρνουν τα ερευνητικά προϊόντα, οι δαπάνες αυτές θεωρούνταν απλά ως παθητικό, ενώ αποτελούν τα πιο επιθετικά αναπτυξιακά εργαλεία, ιδίως σε περιόδους στασιμότητας ή ύφεσης, που απαιτούν αντικυκλικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας.

Με την επικείμενη αλλαγή, ευελπιστούμε ότι θα πρυτανεύσει -έστω και με έμμεσο και μη πολιτικό τρόπο- η οικονομική λογική αντί του τρέχοντος δογματισμού.

Facebook Comments