Το νέο έτος, το 2020, αποτελεί μια πολύ σημαδιακή χρονιά για τη χώρα και τη νέα κυβέρνηση αλλά και την απαρχή της πιο συμβολικής αλλά κι αποφασιστικής δεκαετίας για την ελληνική κοινωνία από την εποχή της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Μετά τα δέκα σκληρά χρόνια, που βίωσε ο ελληνισμός εξαιτίας της κατάρρευσης, που ήταν οικονομική αλλά συνάμα κοινωνική και πολιτισμική, καλείται όχι μόνο να βγει οριστικά κι αποφασιστικά από την πολυεπίπεδη κρίση του αλλά να διαμορφώσει συγχρόνως τις συνθήκες, που θα τον απογειώσουν και πάλι και θα εγγυηθούν τις συνθήκες ευημερίας αλλά και προοπτικής για το μέλλον του Έθνους.

Μπορεί να μην υπάρχει πλέον άμεσος κι ουσιαστικός κίνδυνος μιας χρεωκοπίας αλλά οι προκλήσεις παραμένουν μεγάλες. Κι η κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη, που από την 1η Ιανουαρίου και μετά καλείται να εφαρμόσει τον πρώτο, δικό της προϋπολογισμό, έχει να αντιμετωπίσει πολύ σκληρές προκλήσεις κόντρα στον λαϊκισμό και τον κρατισμό, που έφεραν τη χώρα στα πρόθυρα της πλήρους κατάρρευσης πριν από 10 χρόνια. Αλλά και να γιορτάσει τα 200 έτη από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, διαμορφώνοντας ένα νέο όραμα για τον Ελληνισμό, που θα πρέπει να βρεθεί αντιμέτωπος με απαιτητικά προβλήματα, όπως είναι κυρίως η δημογραφική συρρίκνωση, η τουρκική απειλή και το μεταναστευτικό. 

Πάντως, μέχρι στιγμής, κυρίως στα οικονομικά, στα κοινωνικά ζητήματα καθώς και στη νομοθέτηση νέων μέτρων, η κυβέρνηση, έξι μήνες μετά, δείχνει να τα πηγαίνει καλά και να ικανοποιεί την πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Μολονότι στην αγορά και την πραγματική οικονομία δεν έχουν ακόμα φανεί οι επιπτώσεις μιας ουσιαστικής αλλαγής, οι προσδοκίες παραμένουν μεγάλες κι η εκπλήρωση τους θα εξαρτηθεί στο άμεσο μέλλον από ορισμένες ενέργειες, συμβολικού χαρακτήρα, όπως η έναρξη των έργων για το Ελληνικό, που αποτελεί κομβικής σημασίας έργο. 

Πέραν αυτού το μείζον ζήτημα για την κυβέρνηση παραμένει η δυνατότητα της να προωθήσει αποφασιστικά τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στη δημόσια διοίκηση με την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και την τεράστια αλλαγή, που πρέπει να επέλθει στο τρόπο λειτουργίας του κράτους για να γίνει φιλοεπενδυτικό αλλά στη βαθιά μετατροπή εκ βάθρων του φορολογικού συστήματος.

Ο νέος φορολογικός νόμος, που ψηφίστηκε από τη Βουλή λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, φέρνει μια θετική αλλαγή. Κυρίως την μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή από 22% στο 9% για τα εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ ετησίως. Και τη μείωση του φόρου για τις επιχειρήσεις από το 28% στο 24%, Με προοπτική να πέσει στο 20%. Αυτό είναι πολύ θετικό, δεδομένων των δημοσιονομικών δυνατοτήτων του ελληνικού κράτους. Αλλά δεν αρκεί.

Το βασικό ζήτημα, που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η ανακούφιση της μεσαίας τάξης, η οποία εδώ και μια δεκαετία, κι ιδίως την περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ, υπέστη τα πάνδεινα από την φορολογική αφαίμαξης και την οικονομική συρρίκνωση συνεπεία της χρεοκοπίας.Μολονότι, αυτή είναι η πρόθεση του κ. Μητσοτάκη, όπως επανειλημμένα έχει δεσμευθεί, αυτό δεν αποτυπώνεται μέχρι στιγμής πλήρως στον προϋπολογισμό. Και τούτο διότι θα εξαρτηθεί κι από την διαδικασία απομείωσης των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων, που θα ξεκινήσει εντός του 2020. Στα εισοδήματα μόνο κάτω των 20.000 ευρώ επέρχεται κάποια ουσιαστική ελάφρυνση. Όχι για τα άνω των 20.000-50.000. Και δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος ως μεσαίο εισόδημα ένα εισόδημα κάτω των 20.000 ετησίως, δηλαδή λιγότερα από 1.500 το μήνα. Αρα χρειάζεται με την πρώτη ευκαιρία, σεβόμενοι τις δημοσιονομικές δυνατότητες του κράτους, μια μεγάλη κι ουσιαστική μείωση των συντελεστών για τα άνω των 20.000 ευρώ εισοδήματα και των μισθωτών και συνταξιούχων, που είναι αυτοί που δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν κι υφίστανται την μεγαλύτερη φορολογική αφαίμαξης!

Ένα άλλο ζήτημα αφορά το περιβόητο κοινωνικό μέρισμα, που αρχικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν επρόκειτο να δώσει, δεδομένου ότι το υπερπλεόνασμα είχε εξανεμισθεί με την χορήγηση από την προηγούμενη κυβέρνηση Τσίπρα της δήθεν «13ης σύνταξης», λίγο πριν από τις εκλογές του Ιουλίου. Όμως ο δημοσιονομικός χώρος, που διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές, χάρις στην αύξηση των φορολογικών εσόδων, επέτρεψε την αύξηση του υπερ πλεονάσματος. Κι άρα έδωσε τη δυνατότητα στον πρωθυπουργό να εξαγγείλει την χορήγηση μερίσματος από 500-1000 ευρώ. Ιδίως σε πολύτεκνες οικογένειες, σε οικογένειες με ΑΜΕΑ και μακροχρόνια άνεργους. Όμως η επιδοματική πολιτική ούτε είναι ούτε πρέπει ν είναι η προτεραιότητα μιάς φιλελεύθερης κυβέρνησης. Αυτό που προέχει είναι η γενναία μεταρρυθμιστική προσπάθεια για την προσέλκυση και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Το μέλλον δεν θα το χτίσουμε με επιδόματα αλλά με δουλειές κι επιχειρήσεις. Κι αυτός είναι ο κεντρικός στόχος της κυβέρνησης. Η ανάπτυξη της οικονομίας μέσω της αύξησης της ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας της οικονομίας σε συνδυασμό με την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, που πρέπει να γίνει λιγότερο γραφειοκρατική και πιο φιλική προς την επιχειρηματικότητα.

Facebook Comments