«Δεν υπάρχει αρνητική στάση απέναντι στις ελληνικές λόγω των πολύ χαμηλών επιπέδων που διαμορφώνονται οι αποτιμήσεις των τραπεζικών μετοχών με τον δείκτη τιμής προς λογιστική αξία να κινείται στο 0,2 και τις μετοχές του να έχουν υποχωρήσει έως και 65% από τις αρχές του έτους, ωστόσο υπάρχουν ανησυχίες για την επόμενη χρονιά και για αυτόν τον λόγο τηρούν κάποια επιφυλακτικότητα, κάτι που έχει φανεί στην πολύ χαμηλή συναλλακτική δραστηριότητα στο χρηματιστήριο», σημειώνουν τραπεζικές πηγές που έδωσαν το παρόν στα πρόσφατα roadshows στα οποία συμμετείχαν οι ελληνικές τράπεζες. Αυτό εξηγεί ξεκάθαρα την απουσία αγοραστικού ενδιαφέροντος από τα διεθνή χαρτοφυλάκια προς τις τραπεζικές μετοχές, ωστόσο δείχνει πως επενδυτικό ενδιαφέρον υπάρχει, αν, όταν και εφόσον…

Το… θετικό είναι πως πλέον στις τιμές των τραπεζικών μετοχών έχει αποτιμηθεί η «βουτιά» του τουρισμού καθώς και το γεγονός ότι το 2020 θα κλείσει με την οικονομία σε βαθιά ύφεση, ωστόσο δεν έχουν ακόμη αποτιμηθεί τα θετικά. Τα σημαντικά μέτρα στήριξης της οικονομίας που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση και κυρίως οι εξαγγελίες του Πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη, δεν έχουν ακόμη μπει στο «ραντάρ» των επενδυτών καθώς στο επίκεντρό τους ήταν ο τουρισμός που θεωρείται και ο μεγάλος «μοχλός» της οικονομίας.

Επίσης δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί πως το 2021 θα εισρεύσουν στην Ελλάδα σημαντικά κεφάλαια από την Ε.Ε, κάτι που θα στηρίξει σημαντικά την οικονομία και τις επιχειρήσεις και άρα τις τράπεζες. Όπως σημείωσε η Citi, η Ελλάδα θα είναι από τις μεγαλύτερες κερδισμένες από τα κεφάλαια Ταμείου Ανάκαμψης σε όρους ποσοστού του ΑΕΠ. Εκτιμά ότι η ικανότητα απορρόφησης αυτών των τεράστιων πόρων θα είναι κάπως καλύτερη για την Ελλάδα (σε σύγκριση με την Ιταλία ή την Ισπανία, για παράδειγμα) επειδή (i) έχει δείξει υψηλότερα ποσοστά απορρόφησης κεφαλαίων της ΕΕ τα τελευταία χρόνια, εν μέσω προσπαθειών για ανάκαμψη της οικονομίας μετά την κρίση και (ii) τα μικρότερα απόλυτα ποσά είναι ευκολότερα στην κατανομή / εκταμίευση. Η Citi αναμένει ότι αυτοί οι πόροι θα βοηθήσουν στην αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα (2022-2024).

Παράλληλα, τη μεγάλη ανησυχία των funds σχετικά με την εξέλιξη των δανείων που είναι σε μορατόρια, δεν φαίνεται να μοιράζονται οι διοικήσεις των τραπεζών αλλά ούτε και οι μεγάλοι οίκοι.

Το μήνυμα που έδωσαν οι τράπεζες στους επενδυτές ήταν πως αν και τα μορατόρια θα λήξουν σε λίγους μήνες, δεν θα οδηγήσουν ωστόσο σε σημαντικό όγκο νεών NPEs καθώς υπάρχουν στηρίξεις όπως το πρόγραμμα Γέφυρα και η ρευστότητα από την κυβέρνηση, ενώ πιθανώς να δοθούν νέες «διευκολύνσεις» σε ότι αφορά την καταβολή δόσεων καθώς και να νέα προϊόντα.

Συγκεκριμένα εκτιμούν πως από τα περίπου 20 δισ. ευρώ εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν μπει σε καθεστώς αναστολής πληρωμών, το 10% με 20% θα «σκάσουν» το 2021, ένα επίπεδο που είναι διαχειρίσιμο. Μάλιστα όταν αυτά «σκάσουν» η ελληνική οικονομία θα βρίσκεται ήδη σε ανάκαμψη ενώ οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα έχουν αρχίσει αν εισρέουν. Αυτό αυτομάτως μειώνει ακόμη περισσότερο τον αντίκτυπο στο κλάδο.

Όπως επισημαίνει και η Morgan Stanley αναφερόμενη στη μεγάλη ανησυχία των επενδυτών, τα μορατόρια, αυτά αντιπροσωπεύουν το 15%-24% των εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών και σε περίπτωση που το ένα τέταρτο αυτών γίνουν «κόκκινα» μετά τη λήξη της αναστολής πληρωμών, οι δείκτες NPE θα αυξηθούν κατά 2,5%-4%, κάτι που θα οδηγήσει σε επιβράδυνση της εκκαθάρισης των ισολογισμών και όχι σε μία νέα «κρίση» για τις τράπεζες. Στο βασικό της σενάριο εκτιμά πως ο νέος σχηματισμός NPEs το 2020 θα κινηθεί στα 6 δισ. ευρώ , ενώ στο δυσμενές σενάριο τα νέα NPEs θα φτάσουν τα 11 δισ. ευρώ.

Οι ανησυχίες της αγοράς είναι κατανοητές όπως σημειώνει, καθώς η ελληνική οικονομία οδεύει σε ύφεση 10,8% το 2020 σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων της, κάτι που θα εκτροχιάσει τις προσπάθειες εκκαθάρισης των ισολογισμών τους. Ωστόσο, η Morgan Stanley θεωρεί ότι ο σχηματισμός νέων NPEs μετά τη λήξη των μορατόριουμ μπορεί να αντισταθμιστεί από την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας η οποία τοποθετείται στο +5,3% το 2021, ενώ εκτιμά πως ακόμα και εάν η ελληνική οικονομία δεν βελτιωθεί έως τα μέσα του 2021, η κυβέρνηση θα μπορούσε να επεκτείνει τα προγράμματα στήριξης όπως το πρόγραμμα επιδότησης Γέφυρα.

Επίσης πολύ σημαντικό είναι πως η αγορά θεωρούσε δεδομένο ότι η κρίση λόγω της πανδημίας θα οδηγήσει σε σημαντικές καθυστερήσεις των τιτλοποιήσεων στις οποίες θέλουν να προχωρήσουν οι ελληνικές τράπεζες. Οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν όμως το αντίθετο, και αυτό αποτελεί θετική έκπληξη για τα funds που έβλεπαν και αυτό ως ένα μεγάλο εμπόδιο στον δρόμο η εκκαθάρισης των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών. Έτσι, μετά την πρόσφατη ολοκλήρωση της συναλλαγής Cairo από την Eurobank τον περασμένο Ιούνιο, και η Alpha Bank σημειώνει πρόοδο όσον αφορά στην ολοκλήρωση της τιτλοποίησης Galaxy στοχεύοντας στην ολοκλήρωσή της έως το τέλος του έτους. Η Τράπεζα Πειραιώς επιταχύνει την διαδικασία του project Phoenix και μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχει έτοιμο και το project Vega. Στόχος και για την Εθνική είναι η ολοκλήρωση της τιτλοποίησης Frontier πριν το τέλος του 2020.

Όπως σημείωσε και η DBRS, εάν όλες οι προγραμματισμένες συναλλαγές ολοκληρωθούν εντός του β’ εξαμήνου 2020, οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν καταφέρει να μειώσουν το απόθεμα NPE κατά περισσότερα από 20 δισεκατομμύρια ευρώ στο σύνολο του έτους, και αυτό συγκρίνεται με ένα συνδυασμένο απόθεμα NPE περίπου 67 δισεκατομμυρίων ευρώ στο τέλος 2019.

Όταν λοιπόν όλα παραπάνω «αφομοιωθούν» από τα ξένα χαρτοφυλάκια, τότε θα αλλάξει και η στάση των επενδυτών απέναντι στην ελληνική αγορά γενικότερα. Οι επενδυτές λοιπόν θα περιμένουν περισσότερη ορατότητα για το 2021, τόσο για τον τραπεζικό κλάδο όσο και για την οικονομία) πριν αναλάβουν δράση.

Facebook Comments